Οι φωτογραφίες από το παιχνίδι είναι καρφιτσωμένες, μαζί με πολλές ακόμη, πάνω στους -φθαρμένους από την υγρασία- τοίχους των γραφείων της ομάδας, που βρίσκονται σε ένα ημιυπόγειο, μερικά, μόλις μέτρα, μακριά από την κεντρική πλατεία της Άρτας.
Σε μια γωνιά ξεχωρίζουν αρκετά λάβαρα, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν σε ομάδες του εξωτερικού. Πρόκειται για λάβαρα που δεν έχουν ανταλλαχθεί από την ανδρική ομάδα ποδοσφαίρου της πόλης αλλά από το τμήμα του γυναικείου χάντμπολ της Αναγέννησης.
Η Αναγέννηση Άρτας είναι μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στην ιστορία του ελληνικού χάντμπολ, μετρώντας 12 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 10 Κύπελλα, 9 Νταμπλ και αμέτρητες πορείες στο Champions League. Το εντυπωσιακό είναι, μάλιστα, πως το σύνολο όλων αυτών των τροπαίων, τα κατάκτησε σε κάτι παραπάνω από μία δεκαετία (1995 έως 2008).
Ο κ. Μάντζιος είναι η ζωντανή ιστορία του συλλόγου κι ο άνθρωπος που κρατά ζωντανό το τεράστιο αρχείο της ομάδας. Τον συναντάμε κι εκείνον στα γραφεία του συλλόγου. Δίπλα του βρίσκεται η τερματοφύλακας της Αναγέννησης, Νιγκίνα Σαϊντοβα.
Η ιστορία της βγάζει βγαλμένη από ταινία. Γεννήθηκε στο Τατζικιστάν της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ηλικία 9 χρονών ξεκίνησε να ασχολείται με το χάντμπολ. Εξαιτίας του ύψους της και του γεγονότος πως δεν φοβόταν να πέσει πάνω στην μπάλα, γρήγορα καθιερώθηκε στη θέση του τερματοφύλακα.
Στα 12 της έφυγε από το σπίτι της και μετακόμισε στο Κράσνονταρ. Οι γονείς της ήξεραν πως αυτό θα ήταν το καλύτερο για το αθλητικό της μέλλον. Τελικά αποδείχτηκε μια σοφή επιλογή. Έναν χρόνο αργότερα υπέγραψε το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο. Κι από τότε δεν έχει σταματήσει ούτε μία χρονιά να εξασκεί το άθλημα.
Αγωνίστηκε στις μεγαλύτερες ομάδες της Ρωσίας, κατέκτησε αρκετά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και το 2001 ήρθε η σειρά της Άρτας. «Η Αναγέννηση τότε ήταν ομαδάρα. Είχε όνομα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εγώ γνωριζόμουν προσωπικά με τον Ρουμάνο προπονητή της. Ήρθαμε σε επικοινωνία και αποφάσισα να έρθω στην Άρτα. Τότε είχα επιλογή να πάω, επίσης, στη Βαλένθια ή στην Χίπο της Αυστρίας. Διάλεξα, όμως την Ελλάδα».
Η απόφασή της αυτή έμελλε να αλλάξει ριζικά τη ζωή τους. Κι αυτό γιατί στην Άρτα γνώρισε τον άντρα της, ο οποίος εκείνη την εποχή διατελούσε αντιπρόεδρος του συλλόγου, έκανε οικογένεια και έμεινε για πάντα εκεί. Όπως λέει γελώντας, επέστρεψε στην Αναγέννηση μόλις 40 μέρες μετά τη γέννηση της κόρης της.
Σήμερα είναι 46 χρονών, μιλάει άπταιστα τα ελληνικά και συνεχίζει να φορά τα χρώματα της ομάδας. Πια το κάνει, όπως εξηγεί, προκειμένου να βοηθήσει τα νεότερα κορίτσια να αγαπήσουν το άθλημα που χάρισε σε εκείνη τόσο μεγάλες χαρές στη ζωή της. Μόνο που τα πράγματα στην ελληνική επαρχία είναι πολύ δύσκολα.
«Πολλές από τις αθλήτριες παίζουν μέχρι τα 17 και ύστερα σταματούν για τις σπουδές τους. Ακόμη κι αν επιστρέψουν πια πίσω στην Άρτα, δεν παίζουν. Έχει τελειώσει για εκείνες το χάντμπολ. Αυτό έχει να κάνει κυρίως, θεωρώ, με την ασφάλιση. Δεν γίνεται οι ποδοσφαιριστές της Γ’ Εθνικής να είναι κανονικά ασφαλισμένοι, να έχουν τα ένσημά τους, και το ίδιο να μη συμβαίνει στην πρώτη εθνική κατηγορία του χάντμπολ» εξηγεί ο κ. Μάντζιος.
Η ομάδα βρίσκεται στην πρώτη κατηγορία και βασίζεται πια κυρίως σε αθλήτριες της περιοχής. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του ανδρικού ποδοσφαιρικού τμήματος που την ερχόμενη Κυριακή πρόκειται να αγωνιστεί κόντρα στη Μέλισσα για να εξασφαλίσει και μαθηματικά την πρώτη θέση στην πρώτη ερασιτεχνική κατηγορία της Άρτας.
Ύστερα ακολουθούν τα play-off της κατηγορίας και τα τελικά μπαράζ με ομάδες των γειτονικών νομών για την πολυπόθητη άνοδο στη Γ’ Εθνική. Όλοι είναι αισιόδοξοι πως η άνοδος είναι πολύ πιθανή. Γνωρίζουν, όμως, πως από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι δύσκολα.
«Εμάς εδώ που ασχολούμαστε, μας θεωρώ τρελούς» επισημαίνει ο Βαγγέλης Βλάχας. «Αναγκαστικά πρέπει να βάλεις το χέρι στην τσέπη. Γιατί είναι η ομάδα της πόλης. Πρέπει να λειτουργούν όλα επαγγελματικά. Δεν γίνεται αλλιώς. Δυστυχώς, η οικονομία της Άρτας, μετά την κρίση, έπεσε και δεν υπάρχουν οι βοήθειες του παρελθόντος» επισημαίνει.
Ο μόνος τρόπος, όπως εξηγεί, προκειμένου η ομάδα να καθιερωθεί στις εθνικές κατηγορίες, είναι να βρεθεί ένας επενδυτής που θα έχει την οικονομική επιφάνεια για να στηρίξει το συγκεκριμένο εγχείρημα.
«Το καλοκαίρι θα κάνουμε εκλογές και θα προσπαθήσουμε να φέρουμε όποιον θέλει και έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει τον σύλλογο στις μεγάλες κατηγορίες. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι να υπάρχει ένα υγιές περιβάλλον. Πράγμα που είναι δύσκολο σε ένα ελληνικό ποδόσφαιρο μέσα στην τοξικότητα. Η ομάδα, όμως, είναι χωρίς χρέη. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο» καταλήγει.