Η φιγούρα του συνώνυμη με την εποχή των 90s. Οι πανηγυρισμοί του και μια συνέχεια των πιο εντυπωσιακών γκολ. Για κάθε ρομαντικό του ποδοσφαίρου, αυτός ο ατίθασος τύπος με την περήφανη χαίτη να ανεμίζει στο «Αρτέμιο Φράνκι» θα παραμείνει για πάντα ως ένα από τα σύμβολα της αγνής πλευράς του ποδοσφαίρου. Για τους οπαδούς της Φιορεντίνα δε, η μορφή του θα τους επιστρέφει κάθε φορά χρόνια πίσω, σε μια διαφορετική εποχή.
Την περίοδο που η Serie A βίωνε το ξεκίνημα της δικής της ιστορικής ακμής, με τρανταχτά ονόματα του αθλήματος να ανθίζουν τα γήπεδα και να γιγαντώνουν τους συλλόγους. Από την πλευρά της, η Φιορεντίνα στις αρχές της δεκαετίας και συγκεκριμένα το 1991 αποφάσισε να επενδύσει σε ένα επιθετικό δίδυμο από την Αργεντινή.
Λατόρε και Μπατιστούτα τα ονόματά τους: ο πρώτος έφερε μαζί του περισσότερα από 100 γκολ και ένα περιοδικό που τον χαρακτήριζε ως «τον νέο Μαραντόνα». Ο δεύτερος δεν κουβαλούσε τίποτα ιδιαίτερο στις αποσκευές του παρά μόνο μια ψυχή, έτοιμη να αγαπήσει. Και η αλήθεια είναι πως αγάπησε αληθινά. Σε αντίθεση με τον φιλόδοξο αλλά τελικά απογοητευτικό Λατόρε, ο Μπατιστούτα συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με την νέα του ομάδα, αλλά και με τον κόσμο της πόλης.
Τα 13 γκολ της παρθενικής του σεζόν στο πρωτάθλημα έδωσαν τη θέση τους στα 16 της επόμενης περιόδου, η οποία ωστόσο χαρακτηρίστηκε από μια ιστορική καταστροφή. Δεδομένης της κάκιστης εικόνας της, η Φιορεντίνα έπεσε στη Serie B στο φινάλε της σεζόν 1992-1993, βυθίζοντας την πόλη σε πένθος. Ήταν τότε που ο Μπατιστούτα κλήθηκε να πάρει την πιο δύσκολη απόφαση της καριέρας του, παραμένοντας πιστός στους Βιόλα.
Μια απόφαση που περικλείει στο ακέραιο το ανόθευτο συναίσθημα του Αργεντινού για τη Φιορεντίνα. «Ερωτεύτηκα την πόλη και την ατμόσφαιρα και είπα στον εαυτό μου ότι θα μείνω εδώ. Ήταν μια εποχή που με ήθελαν ομάδες όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ» ήταν η εξήγηση που έδωσε στον Τύπο για τον λόγο που δεν έφυγε ποτέ.
Και η ιστορία απέδειξε πως αυτοί οι μήνες που αναγκάστηκε να υπομείνει τη Serie B ήταν πολύ λίγοι μπροστά στα χρόνια δόξας και μεγαλείων που τον περίμεναν. Μόλις το 1996 άλλωστε οδήγησε τη Φιορεντίνα στο Κύπελλο Ιταλίας σε μια σεζόν που τον βρήκε πρώτο σκόρερ της Serie A με 26 γκολ, ενώ λίγο αργότερα ταπείνωσε στον τελικό του Super Cup τη Μίλαν για να χαρίσει στη Φλωρεντία ακόμα ένα τρόπαιο.
Ο πανίσχυρος χρόνος προοδευτικά σφυρηλάτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, τους οπαδούς, τον σύλλογο. «Μπατιγκόλ», «ο Άγγελος Γαβριήλ», ο μπομπέρ με το υπερυψωμένο δάχτυλο. Και η αφοσίωση που έδειξε στους Βιόλα κατά τα εννιά χρόνια της κοινής τους πορείας δεν κλονίστηκε ούτε την στιγμή της μεγάλης φυγής.