Κατά τη διάρκεια της σεζόν του 2009 το κινητό του τηλέφωνο είχε αρχίσει να δονείται επίμονα. Στην αρχή, λάμβανε ακατανόητα μηνύματα, μπλεγμένα κεφαλαία γράμματα και αριθμούς που θύμιζαν κωδικούς.

Ένας φίλος του κολλητού του, ένας αστυνομικός εν ονόματι Ραφαέλε Πίκολο, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, «καθάρισε» το κινητό του από τους ενδεχόμενους ιούς και οι δυό τους ξεκίνησαν να έχουν μια ευχάριστη φιλική σχέση. Η κατάσταση όμως σύντομα ξέφυγε.

Στο σπίτι του Κουαλιαρέλα και των γονιών του πλέον έφταναν γράμματα με κατεβασμένες από το διαδίκτυο φωτογραφίες γυμνών κοριτσιών συνοδευόμενες με κατηγορίες περί παιδοφιλίας του 26χρονου.

Οι κατηγορίες με τον καιρό έγιναν απειλές. «Ξέρουμε που βρίσκεται ο γιος σου, θα τον πυροβολήσουμε, θα τον ξυλοκοπήσουμε μέχρι θανάτου», έγραφαν μερικά από τα μηνύματα που λάμβανε ο πατέρας του, ενώ σταδιακά έφταναν στα χέρια ή τα αυτιά τους στοιχεία πραγματικά, προσδίδοντας μια ανατριχιαστική πτυχή στην όλη ιστορία. Κατηγορούταν ως παιδόφιλος, μπλεγμένος με τα ναρκωτικά και τη μαφία. Απειλούταν πως τα πάντα θα βγουν στη δημοσιότητα.

Ο Πίκολο ερευνούσε την υπόθεση, είχε υποσχεθεί να λύσει το μυστήριο αλλά απαιτούσε από τον Φάμπιο να μη μάθει τίποτα κανείς, ούτε ο ίδιος ο Ντε Λαουρέντις. Οι φήμες που άρχισαν να ακούγονται όμως, σε συνδυασμό με την προβληματική εικόνα του έκαναν τη Νάπολι να του δείξει την πόρτα της εξόδου.

«Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Φοβόμουν πως κινδύνευα ανά πάσα στιγμή. Δεν έβγαινα, ένιωθα ότι με ακολουθούσε κόσμος. Αυτό συνέβαινε για μήνες, με έφθειρε», θυμάται ο ίδιος ο Φάμπιο.

Η απομάκρυνσή του από την πόλη που μεγάλωσε και έπαιζε φάνταζε σαν διέξοδος, όμως τα πράγματα, σε αντίθεση με τους αριθμούς τηλεφώνου του Ιταλού, δεν άλλαζαν και τα χρόνια κυλούσαν. Ο Κουαλιαρέλα προσπαθούσε να παίξει παρά τους δαίμονές τους αλλά ποτέ δεν κατάφερε να γίνει η πραγματικά καλύτερη έκδοση του εαυτού του, αρκέστηκες σε μεμονωμένες κορυφές. Ο Πίκολο, που πλέον είχε περισσότερες επαφές με τον πατέρα του Φάμπιο, ζητούσε υπομονή.

Τα μηνύματα είχαν γίνει μια επώδυνη κανονικότητα και μετά από κάποια χρόνια ο Πίκολο ανέφερε στον πατέρα του Φάμπιο πως κι εκείνος είχε λάβει παρόμοιες απειλές από τον συγκεκριμένο διώκτη. Μόνο που όταν ο Βιτόριο Κουαλιαρέλα ζήτησε να τα δει, εκείνος του είπε ότι τα είχε σβήσει. Ο μπαμπάς του υποψιάστηκε τον, μέχρι τότε υπεράνω πάσης υποψίας, Πίκολο και η… λύση του μυστηρίου ήρθε τελικά από έναν τρίτο.

Τον Τζοβάνι Μπαρίλε, έναν δικηγόρο, φίλο της οικογένειας, ο οποίος επίσης ήξερε τον Πίκολο και από λάθος άκουσε τον Κουαλιαρέλα και τον Βιτόριο να καβγαδίζουν επί του θέματος. Ρώτησε για τα μηνύματα και τις απειλές και αποκάλυψε πως και αυτός είχε βρεθεί στον ίδιο λαβύρινθο. Οι δύο τους κατέληξαν στον κοινό παρονομαστή, Ραφαέλε Πίκολο. Μετά από μεγάλη πίεση ο αστυνομικός που υποτίθεται πως βοηθούσε τον Κουλιαρέλα βρέθηκε στο στόχαστρο του και το 2017, όσο αγωνιζόταν ξανά στη Σαμπντόρια, αποδείχθηκε πως εκείνος ήταν ο διώκτης του. Ο εφιάλτης που στοίχειωνε το κεφάλι του ήταν εκεί, μέσα στη ζωή του, ανάμεσα στα πόδια του. Ένας ψυχοπαθής, ένας μεταμφιεσμένος διάβολος που δημιούργησε την κόλαση του Φάμπιο.

Κι όταν εκείνος «χάθηκε» το 2019, όταν καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αυτή η κόλαση εξαφανίστηκε μαζί του, απελευθερώνοντας τον Ιταλό.

«Αναγεννήθηκα όταν καταδικάστηκε. Τα πάντα άλλαξαν, μετά από χρόνια ένιωσα χαλαρός, απαλλαγμένος από την πίεση. Μποσούσα και πάλι να συγκεντρωθώ στο ποδόσφαιρο», δήλωσε ο Κουαλιαρέλα όταν όλα τελείωσαν.

bwin – Παρακολούθησε αγώνες των σημαντικότερων διοργανώσεων από τον υπολογιστή ή το κινητό σου σε live streaming*!



gazzeta.gr