Ο Αντώνης Καλκαβούρας αποχαιρετά το Βελιγράδι, έχοντας παρακολουθήσει ποιοτικό μπάσκετ και τέσσερα πολύ κλειστά ματς κι επιχειρεί τον πρόωρο απολογισμό της πρώτης του συμμετοχής της ομάδας του Βασίλη Σπανούλη σε Final 4 του BCL.

Αν κατά την διάρκεια του σχεδιασμού που έγινε πέρυσι για την τρέχουσα σεζόν, κάποιος έλεγε στην διοίκηση της ομάδας των δυτικών προαστίων ή στον ίδιο τον “Kill Bill”, ότι το τέλος Απριλίου θα έβρισκε το Περιστέρι να έχει χάσει δύο ματς στις λεπτομέρειες και να έχει τερματίσει στην 4η θέση του Basketball Champions League, αυτό θα ήταν ένα σενάριο που, σίγουρα, θα «αγόραζε» ο οποιοσδήποτε νοήμων μπασκετικός.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τούτη εδώ την ώρα η γεύση στα χείλη όλων των μελών και των ανθρώπων του συλλόγου, δεν είναι φυσιολογικό να είναι πικρή γιατί αυτό είναι στην φύση του πρωταθλητισμού. Και αυτό, ίσως, είναι και το μεγάλο κέρδος, η ανεκτίμητη κληρονομιά με την οποία θα επιστρέψει από την Σερβία η αποστολή των «κυανοκίτρινων».

Ενός συνόλου που δεν έγινε απλά ΟΜΑΔΑ, μέσα σε λίγους μήνες, κοιτώντας στα μάτια τους ισχυρότερους, ποιοτικοότερους και με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, αντιπάλους του, αλλά κατόρθωσε να σφυρηλατήσει τον χαρακτήρα του νικητή και να τους απειλήσει με ήττα στον ημιτελικό και στον μικρό τελικό.

Μιλάμε για ομάδες (η Τενερίφη και η Μούρθια) που έχουν τριπλάσιο budget από το Περιστέρι και περισσότερες παραστάσεις από Final 4, ενώ ανταποκρίνονται με επιτυχία και σε υψηλό επίπεδο στην πιο ανταγωνιστική εθνική λίγκα της Ευρώπης (ACB).

Την ίδια ώρα, λοιπόν, που η στενοχώρια και η απογοήτευση για δύο ήττες που – εκτός από τις μικρές λεπτομέρειες στις οποίες υστέρησε – προήλθαν και από άνιση αντιμετώπιση της ελληνικής ομάδας από την διαιτησία, όσον αφορά στα κριτήρια στα φάουλ (οι βολές ήταν 20 έναντι 30 στον ημιτελικό και 15 έναντι 29 στον μικρό τελικό), αποτελούν ένα μάλλον λογικό συναίσθημα, ίσως ακόμη περισσότερο επιβεβλημένη θα πρέπει να είναι και η περηφάνεια που πρέπει να αισθάνονται όλοι οι συντελεστές του σπουδαίου εγχειρήματος της 4ης θέσης στο BCL.

Η εμπιστοσύνη που έδειξε πριν από δύο καλοκαίρια η διοίκηση του Περιστερίου στον Βασίλη Σπανούλη, αποδίδει καρπούς πολύ συντομότερα του αναμενόμενου και αν το πλάνο αυτό στηριχθεί και ενισχυθεί λίγο περισσότερο, τότε συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον ασφαλείς επενδύσεις, με απώτερο κέρδος την εδραίωση της ομάδας στον χάρτη του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Το ότι η ομάδα των δυτικών προαστίων, πάλεψε στα ίσα απέναντι σε αντιπάλους με πολύ μεγαλύτερο μέγεθος σε όλες τις θέσεις (ειδικά με την Μούρθια τα mismatch στην περιφέρεια ήταν απαγορευτικά κι όμως το ματς γύρισε και χάθηκε από δύο λάθος αποφάσεις, του Ράγκλαντ να πασάρει στον Χουγκάζ κι εκείνου να βιαστεί να σουτάρει στα 11”) κι έσκασε που έχασε, δείχνει πόσο πολύ «μεγάλωσε» στην διάρκεια αυτής της διαδρομής.

Το χειροκρότημα και ο σεβασμός που απέσπασε το Περιστέρι από τους φιλάθλους της Τενερίφης και της Μούρθια μετά τους δύο αγώνες, η ανάδειξη του Σπανούλη σε προπονητή της χρονιάς και η επιλογή του Ράγκλαντ στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης, είναι οι πιο απτές αποδείξεις ότι κάτι που πολύ σπουδαίο έγινε φέτος στην δυτική όχθη. Και τις είδε ή τις πληροφορήθηκε ο περισσότερος κόσμος…

Αυτά που δεν κατέγραψαν οι κάμερες, ήταν μεμονωμένες στιγμές που αποτύπωσαν το μεγαλείο της συνολικύς προσπάθειας του Περιστερίου και του κύρους που της προσδίδει η παρουσία του 41χρονου βετεράνου παίκτη-θρύλου και αισίως πολλά υποσχόμενου προπονητή.

Τι να πρωτοθυμηθώ; Την αγκαλιά του Σάσα Ντόντσιτς (πατέρα του Λούκα) που σηκώθηκε από τον τραπέζι του μόλις αντίκρισε τον Σπανούλη να εισέρχεται στο εστιατόρια για να του καταθέσει τον απεριόριστο σεβασμό του;

Τον εναγκαλισμό με τον Κέβιν Πάντερ της Παρτίζαν (πρώην συμπαίκτης του στον Ολυμπιακού), που χαριτολογώντας του «ψιθύρισε» ότι «μαγεύεις και στους πάγκους»; Ή έναν νεαρό μαθητευόμενο Σέρβο προπονητή, που τον παρακάλεσε να μοιραστεί μαζί του την φιλοσοφία του στο scouting του αντιπάλου;

Αν από την πλευρά της και η FIBA, επεδείκνυε λίγο μεγαλύτερη αναγνώριση στο δημιούργημά του (Περιστέρι), τότε ίσως η ελληνική ομάδα να είχε περισσότερη τύχη για κάτι περισσότερο στο Final 4



gazzeta.gr