Ο Σόκρατες γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1954 στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας Παρά, στην βόρεια Βραζιλία. Και πέθανε την ημέρα που η ομάδα που υπηρέτησε σώμα και πνεύμα, η Κορίνθιανς, κατακτούσε το πρωτάθλημα Βραζιλίας με τους παίκτες με υψωμένες τις γροθιές να τον αποχαιρετούν. Στις 4 Δεκεμβρίου 2011.

Ήταν καλοκαίρι του 1981. Η Εθνική ομάδα της Βραζιλίας ήταν η ίδια ζωηρός κι ερωτικός ρυθμός. Ήταν σάμπα. Γεμάτη με αστέρια που όλοι τους άκουγαν με ευλάβεια τον αρχηγό τους. Κάθε του λέξη. Η «Σελεσάο» ήταν μουσική για τα μάτια. Μια από τις καλύτερες εθνικές ομάδες που είχε δει ποτέ ο κόσμος, όμως ο captain της, ο captain της ήταν κάτι άλλο. Ο Σόκρατες ήταν διαφορετικός από όλους όσοι την συνέθεταν. Διαφορετικός από όλους όσοι συνέχισαν να την υπηρετούν τα επόμενα χρόνια. Διαφορετικός από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή στον κόσμο.

Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της «χώρας του καφέ», είχε μόλις ολοκληρώσει την περιοδεία του στις καλύτερες χώρες της Ευρώπης στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του επόμενου έτους στην Ισπανία. Ο Dr. Socrates εύστροφος, εύγλωττος και πάντοτε χείμαρρος, ειδικά όταν οι φωνητικές του χορδές υγραίνονταν από την αγαπημένη του μπύρα, διοικούσε την ομάδα εντός κι εκτός αγωνιστικών χώρων, κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρα στο ένα χέρι, κι ένα τσιγάρο στο άλλο.

Το να τον ακούς να μιλάει ήταν σχεδόν το ίδιο μαγικό με το να τον βλέπεις να παίζει μπάλα. Ίσως περισσότερο. Οι δημοσιογράφοι δεν άφηναν ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. «Πέθαιναν» για να τον έχουν μπροστά στο μικρόφωνό τους. Το τσούρμο του Σόκρατες ήταν λοιπόν σε ένα μπαρ στην Στουτγάρδη. Κάποια στιγμή, τον πλησίασε ένα δημοσιογράφος και του ζήτησε να κάνει δηλώσεις. Ύψωσε το βλέμμα του πάνω από ένα τείχος με άδεια, γυάλινα μπουκάλια μπύρας που είχε μπροστά του στα τραπέζια και έγνεψε καταφατικά. Ο cameraman έστησε βιαστικά το τρίποδο απέναντί του και ο δημοσιογράφος βάλθηκε να στοιβάζει εκτός πλάνου τα άδεια μπουκάλια!

Ασταμάτητη δράση στο live casino της Novibet

-«Κάτω, κάτω, τι νομίζεις ότι κάνεις;», φώναξε χαρούμενα ο Σόκρατες.
-«Δεν θέλω να πλήξω την εικόνα σου», του απάντησε ο δημοσιογράφος.
-«Πίνω, όταν θέλω να πιω. Είμαι ενήλικας με παιδιά και έχω ήδη πατέρα. Δεν χρειάζομαι άλλον», του είπε ο Βραζιλιάνος

Ο Σόκρατες βάδισε από την αρχή ως το τέλος στο χείλος της αυτοκαταστροφής. Σε μια διαρκή έλξη με την «αυτοκτονία» την οποία τροφοδοτούσε η πλήξη του και η επιθυμία του για αλλαγή. «Τα πάντα ρει». Ο Σόκρατες μεγάλωσε σε έναν καταρράκτη λέξεων. Η γνώση και η επιστήμη έγιναν οι πιο οικείοι χώροι, μέσα στους οποίους έθρεφε το πνεύμα του κι ετοιμαζόταν να υπηρετήσει την ιατρική.

Πήρε το όνομά του από τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο κι ήταν ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέρφια του. Η ιστορία του διαφέρει από εκείνες των περισσοτέρων Βραζιλιάνων σταρ που μεγαλώνουν στις φαβέλες γνωρίζοντας για τα καλά το αίσθημα της πείνας και της ανέχειας. Ο Sócrates γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1954 σε μια μεσοαστική οικογένεια και μεγάλωσε στο Ribeirão Preto, μια μικρή πόλη 200 μίλια δυτικά του Σάο Πάολο. Από μικρός ερωτεύτηκε τα βιβλία. Εκ φύσεως ευφράδης και με εγγενή τάση στην επιμέλεια, ήταν σίγουρος ότι θα γινόταν γιατρός.

Το ποδόσφαιρο ήταν απλώς ένα παιχνίδι που έπαιζε, ένας μηχανισμός αποσυμπίεσης, από το διάβασμα. Το πρόβλημα ήταν ότι βρήκε το χόμπι του πολύ εύκολο. Είχε φυσική ισορροπία και χάρη, αν και ελάχιστη δύναμη. Τα μακριά του άκρα έδιναν λανθασμένα την εντύπωση της αδεξιότητας. Η ευφυΐα και η φυσική του ικανότητα να μαθαίνει του έδωσαν ένα όραμα και μια τεχνική ασυναγώνιστα στις ηλικιακές ομάδες του. Ακόμη και χωρίς προπόνηση στο παιχνίδι για να βελτιώσει τις δεξιότητές του όπως έκαναν οι συνομήλικοί του στις τάξεις των μικρών της τοπικής ομάδας Μποταφόγκο ξεχώριζε.

Η πρώτη ομάδα της Μποταφόγκο τον κάλεσε τη στιγμή που έφτασε τα 18, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο καθώς εξακολουθούσε να θεωρεί το ποδόσφαιρο απλό χόμπι και δεν ήθελε να τον αποσπάσει από τις ιατρικές του σπουδές περισσότερο από ό,τι ήδη έκανε. Η διοίκηση ήταν επίμονη και έτσι έγινε μια συμφωνία σύμφωνα με την οποία δεν χρειαζόταν να προπονείται, απλώς να παίζει στα παιχνίδια της πρώτης ομάδας. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να κερδίσει χρήματα παίζοντας το παιχνίδι που αγαπούσε, ενώ παρέμεινε αφοσιωμένος στην επιστήμη του.

Δεν δυσκολεύτηκε να αγωνιστεί σε επαγγελματικό επίπεδο σε αυστηρά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα όπως αυτό της πολιτείας του Σάο Πάολο. Το νέο πλαίσιο δεν φάνηκε να επηρεάζει την ικανότητά του να οργανώνει εντυπωσιακό το παιχνίδι και να υπηρετεί επάξια τον ελεύθερο ρόλο που είχε πάντοτε στον αγωνιστικό χώρο. Επίσημα ένας μεσοεπιθετικός με δεινότητα στο σκοράρισμα. Ο Σόκρατες γλιστρούσε σε όλο το γήπεδο με τον μοναδικό του τρόπο. Βρισκόταν πάντα στον κενό χώρο κι απαιτούσε την μπάλα, τη μοίραζε με αμεσότητα, επιλέγοντας και ολοκληρώνοντας ορθολογικά, σαν να λύνει τριτοβάθμιαιες εξισώσεις. Έγινε γρήγορα ο σημαντικότερος παίκτης της Μποταφόγκο και σύντομα δεν ήταν μόνο η εκπαίδευση και οι ατελείωτες ώρες μελέτης που αποτελούσαν αγκάθι στους επικεφαλής της ομάδας. Αγαπούσε το αλκοόλ, τα τσιγάρα και τα πάρτι και περπατούσε στα αποδυτήρια μοιάζοντας πολύ περισσότερο σε φοιτητή παρά σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή.

Την ίδια στιγμή η υποτακτική στάση των συμπαικτών του άρχισε να τον απασχολεί έντονα. Πολλοί ήταν μαύροι και από φτωχό υπόβαθρο. Οι πρόγονοί τους μεταξύ των εκτιμώμενων τεσσάρων εκατομμυρίων Αφρικανών που ταξίδεψαν στη Βραζιλία πριν από την κατάργηση της δουλείας το 1888. Οι σκλάβοι και οι απόγονοί τους στη συνέχεια αναγκάστηκαν να ζήσουν στις φτωχογειτονιές των πόλεων ή στις φαβέλες. Μια ζωή με ορίζοντα το έγκλημα, τη βία και τη φτώχεια. Για τα πιο ταλαντούχα παιδιά στο ποδόσφαιρο, υπήρχε διέξοδος, αλλά το άθλημα στη συνέχεια τα κυρίευε. Στον Σόκρατες δεν άρεσε η εξουσία που είχαν οι σύλλογοι στους παίκτες και το προσωπικό τους.

Τα συμβόλαια υπογράφονταν σε μεγάλο βαθμό υπέρ της ομάδας. Η ανανέωση ή επέκταση ήταν αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του συλλόγου, δίνοντας στον παίκτη μικρή ή καθόλου διαπραγματευτική ισχύ σχετικά με αύξηση μισθού ή πιθανή μεταγραφή. Αλλά ο Σόκρατες ήταν εκεί προσωρινά, μέχρι να περάσει τις ιατρικές του εξετάσεις και να γίνει γιατρός, κι αυτή του η πεποίθηση ανέτρεψε αυτή τη δυναμική.

Το 1977, σε ηλικία 23 ετών, έγινε ειδικευόμενος γιατρός καθώς απέκτησε πτυχίο από το ιατρικό πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Καθώς σκεφτόταν σε ποια πόλη θα έπαιρνε την πρώτη του εμπειρία σε νοσοκομείο, πράγμα που προϋπέθετε μετακόμιση και πολύωρες βάρδιες -κι άρα το οριστικό τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα- η Μποταφόγκο του έκανε μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Το ποσό που του υποσχέθηκε στεκόταν επιβλητικά πάνω από οποιονδήποτε μισθό θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα πάρει στην ιατρική.Γνωρίζοντας ότι το στηθοσκόπιό του θα ήταν πάντα δίπλα του στο μέλλον, αποφάσισε να υπογράψει το συμβόλαιο και τελικά να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο χωρίς όμως επιβραδύνει το ποτό και τα τσιγάρα.

Συνέχιζε με μαεστρία να κυριαρχεί στον έλεγχο του παιχνιδιού και να λεηλατεί τα αντίπαλα δίχτυα, κι έτσι οδήγησε τη μικρή, επαρχιακή ομάδα στα πρώτα της αξιόλογα «ασημικά». Αναπόφευκτα, οι «μεγάλοι» του Μπραζιλέιρο κυνήγησαν την υπογραφή του. Το καλοκαίρι του 1978, η Κορίνθιανς κέρδισε τον αγώνα για την πιο περιζήτητη υπογραφή στη Βραζιλία. Ο Sócrates δεν είχε βρει θέση αποστολή του Κλαούντιο Κουτίνιο για το Παγκόσμιο Κύπελλο στη γειτονική Αργεντινή και πολλοί πίστευαν ότι η απροθυμία να τον καλέσουν στη Seleção ήταν για άλλη μια φορά λόγω της κοινωνικής του ζωής και του τρόπου που κουβαλούσε στον εαυτό του, σαν επαίτης. Αλλά εκείνος δεν είχε σκοπό να αλλάξει για κανέναν προπόνηση, όπως θα ανακάλυπτε σύντομα και η ιεραρχία του νέου του συλλόγου.

Ο Σόκρατες δεν απόλαυσε ιδιαίτερα τις πρώτες σεζόν του στην Κορίνθιανς, της οποίας η τεράστια βάση θαυμαστών από την εργατική τάξη επέμενε οι παίκτες που τους εκπροσωπούν έπρεπε να δείχνουν πάθος και να δίνουν αίμα, ιδρώτα και δάκρυα εβδομαδιαία. Ο Socrates δεν ήταν τέτοιος. Ήταν ένας εγκεφαλικός ποδοσφαιριστής που πίστευε ειλικρινά ότι το ποδόσφαιρο παιζόταν με το μυαλό και το σώμα ήταν απλώς το όχημα, το μέσο για να εκφραστούν τα παράγωγα του μυαλού. Η ευφυΐα και η φαντασία . Αυτό τον έκανε εύκολο στόχο για κριτική από τους υποστηρικτές και τα τοπικά μέσα ενημέρωσης μετά από κακές επιδόσεις ή αποτελέσματα.

Σύντομα όμως καθιερώθηκε ως ο ηγέτης της ομάδας εντός γηπέδου και τελικά έκανε το ντεμπούτο του με τη διάσημη κίτρινη φανέλα της αγαπημένης του Βραζιλίας. Οδήγησε την Κορίνθιανς στη δόξα του πρωταθλήματος στην πρώτη του εκστρατεία εκεί και το αστέρι του ανέβαινε ανεξέλεγκτα. Είχε μάλιστα αναπτύξει ένα αυθεντικό σήμα κατατεθέν στο γήπεδο, τόσο τέλεια ήταν η τεχνική και η αντίληψή του, που μπορούσε να πασάρει χωρίς να έχει οπτική επαφή με τον συμπαίκτη του, με τακουνάκι.

Μέχρι το 1981 ήταν ο αρχηγός και το πρόσωπο τόσο του συλλόγου όσο και της χώρας. Στα 27 του, οι κοινωνικές ανισότητες που τον περιέβαλαν στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και την καθημερινή ζωή σε μια χώρα που συθλίβονταν από την στρατιωτική δικτατορία ήταν έντονες και ανησυχητικές. Όταν ένας νεότερος, πιο προοδευτικός διευθυντής ποδοσφαίρου διορίστηκε στην Κορίνθιανς, αυτός και ο Σόκρατες δημιούργησαν έναν γερό δεσμό και ο αρχηγός του συλλόγου είδε την ευκαιρία που παρουσιαζόταν.

Να κάνει το ποδόσφαιρο όχημα αλλαγής. Να το θέσει στην υπηρεσία του λαού. Να το κάνει «όπλο» και εργαλείο. Να κάνει επανάσταση.

Ξεκίνησε την «Corinthians Democracy» και σύντομα, όλοι στο σύλλογο, από τον πρόεδρο μέχρι τις γυναίκες που εργάζονταν στην καθαριότητα και τον γυμναστή, είχαν όλοι ισότιμη ψήφο και κάθε θέμα που άπτονταν της καθημερινότητας της ομάδας, από το πώς και πότε να ταξιδέψουν για τους εκτός έδρας αγώνες, μέχρι για το ποιος παίκτης θα υπογράψει περνούσε από ψηφοφορία. Τα μπόνους νίκης μοιράζονταν εξίσου σε όλους τους παίκτες και ένα ποσοστό μοιράζονταν μεταξύ όλου του προσωπικού του συλλόγου. Στο κίνημα δόθηκε το σύνθημα «Ελευθερία, με ευθύνη».

Η Κορίνθιανς έχει τεράστια βάση οπαδών στη Βραζιλία. Άπαντες πρόσεχαν με έκδηλη περηφάνια τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά της οργάνωσης που υποστήριζαν. Άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να φωνάζουν στο όνομα της «Δημοκρατίας» στο όνομα της Κορινθιακής Δημοκρατίας, την στιγμή που οι όσοι ζούσαν παρασιτικά στο ποδόσφαιρο κοιτούσαν νευρικά κάτι να θεριεύει στα σπλάχνα της.

Η προσοχή του κόσμου ήταν στην «Seleção» καθώς η ομάδα έφτασε στην Ισπανία πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κύκλωναν σαν σμήνη από μέλισσες τα φαβορί «ζητιανεύοντας» μια δήλωση. Τα δύο βασικά αστέρια της Βραζιλίας ήταν εκείνος και ο Ζίκο. Σε μια συνέντευξη πίεσαν τον Sócrates να κατονομάσει το στυλ παιχνιδιού της ομάδας. Οι Ολλανδοί είχαν εισαγάγει το Total Football την προηγούμενη δεκαετία κι ο Σόκρατες στοχάστηκε για ένα δευτερόλεπτο πριν αναφωνήσει: «οργανωμένο χάος»!

Στο εναρκτήριο παιχνίδι της Βραζιλίας με την ΕΣΣΔ ο Σόκρατες σκόραρε και περιέγραψε το γκολ του ως «ατελείωτο οργασμό». Ο τρόπος που αποκάλυπτε τις σκέψεις του, ο τρόπος που εκφραζόταν, ήταν μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του. Το «ταξίδι» του κίτρινου χάους όμως κατέληξε σε ένδοξη αποτυχία. Η ομάδα χρειαζόταν μόνο μια ισοπαλία με την Ιταλία, στη δεύτερη φάση των ομίλων για να προκριθεί στα ημιτελικά, και η υπόσχεση του Σόκρατες για… οργανωμένο χάος, μετατράπηκε τελικά σε προφητεία, καθώς τόσο οι προπονητές όσο και οι παίκτες αρνούνταν πεισματικά να παίξουν για έναν μόνο βαθμό, παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν δύο φορές πίσω στο σκορ. Το τρίτο και τελευταίο γκολ στην αντεπίθεση του Πάολο Ρόσι ήταν αρκετό για να τελειώσει το παραμύθι και να ραγίσει τις καρδιές των Βραζιλιάνων.

Στην επιστροφή στην πατρίδα, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στη δική του Κορίνθιανς και το Campeonato Paulista που ξεκίνησε ξανά μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Πολιτικοί ηγέτες, επιχειρηματίες και μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης είχαν περάσει δεκαετίες κάνοντας πλύση εγκεφάλους στους καταπιεσμένους ανθρώπους ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να λειτουργήσει και ότι η άθλια φτώχεια τους ήταν το μόνο που μπορούσαν να λαχταρούν στη ζωή. Μια ατελείωτη απελπισία.

Όμως τώρα όλοι φοβόντουσαν τη δυναμική της «Κορινθιακής Δημοκρατίας». Σκέφτονταν αν η «φλόγα» της θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα ευρύτερο κίνημα σε μια χώρα όπου η κοινωνική και οικονομική ανισότητα ήταν τόσο έντονη όσο οπουδήποτε στον κόσμο. Ενώ μέσα αυτού του κλίματος η Κορίνθιανς συνάντησε το Σάο Πάολο -την ομάδα που παραδοσιακά θεωρείται εκπρόσωπος των πλουσίων και των συντηρητικών- σε έναν διπλό τελικό με κάτι περισσότερο από ένα τρόπαιο να διακυβεύεται. Τα πανό και το μίσος ξεπερνούσαν τις εξέδρες, «ξερνούσαν» αγανάκτηση και οργή. Η Κορίνθιανς και η Δημοκρατία που εκπροσωπούσε, κέρδισαν με συνολικό σκορ 4-1.

Όταν ο Σόκρατες σκόραρε, στεκόταν ακίνητος και σιωπηλός. Σήκωνε τη γροθιά του στον ουρανό. Ήταν ένας ξεκάθαρα επαναστατικός χαιρετισμός. Κίνηση αρκούντως αρκετή να δώσει ρυθμό στο κίνημα και ο ίδιος τελικός επαναλήφθηκε 12 μήνες αργότερα για τον τίτλο Paulista του 1983. Και πάλι ο Σόκρατες οδήγησε έξω τους πιστούς μαθητές του. Και πάλι νίκησαν. Και πάλι σκόραρε. Και πάλι χαιρέτησε. Ένα γιγάντιο πανό τύλιγε τους υποστηρικτές της Κορίνθιανς. «Να νικήσεις ή να χάσεις, αλλά πάντα με δημοκρατία». Και πάλι, το κίνημα ενισχύθηκε.

Ευρωπαϊκοί σύλλογοι στην ελίτ φλέρταραν τότε έντονα με το πολύτιμο φυλακτό της Βραζιλίας, εκείνος όμως ένιωθε δεσμευμένος να μείνει στην πατρίδα του και στο κλαμπ που του παρείχε το όχημα για το ταξίδι της αλλαγής, ενώ πάντα μπορούσε να κάνει παράλληλα τη διαφορά. Να βοηθήσει τα 170 εκατομμύρια συμπατριώτες να αποτινάξουν τον καταπιεστή τους. Ο Σόκρατες και οι οπαδοί της Κορίνθιανς ήταν πλέον ένα. Πνεύματα ανήσυχα και κουρασμένα που μοιράζονταν την ίδια άσβεστη επιθυμία.

Ο Σόκρατες είχε ερωτευτεί τον σύλλογο και τον σκοπό που μεγάλωνε στη σάρκα του. Και οι οπαδοί της ομάδας είχαν ερωτευτεί εκείνον και όλα όσα έκρυβε στο μυαλό και την καρδιά του. Δεν ήταν απλώς ο ποδοσφαιρικός τους ηγέτης.

«Θέλω να πεθάνω την Κυριακή, την ημέρα που η Κορίνθιας θα κερδίσει έναν τίτλο», τους είχε πει.

Η οικονομία της Βραζιλίας κατέρρεε και ο πληθωρισμός εκτοξευόταν στα ύψη. Οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι. Οι φτωχοί λαχταρούσαν να είναι απλώς φτωχοί γιατί πλέον λιμοκτονούσαν και πέθαιναν. Είχε ξεκινήσει εξέγερση. Συλλαλητήρια έπνιγαν κάθε σημείο της χώρας. Όλοι ζητούσαν να επιτραπεί στους πολίτες να ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές – δικαίωμα που τους είχε αφαιρεθεί πολύ πριν.

Χιλιάδες παρευρισκόμενοι σε συγκεντρώσεις σύντομα έγιναν εκατομμύρια. Απαιτούσαν αλλαγή και στις αρχές του 1984 ζήτησαν δημοκρατία. Το πατριωτικό εθνικό χρώμα του κίτρινου επιλέχθηκε για να αντιπροσωπεύσει τη διαμαρτυρία και ο Σόκρατες προέτρεψε όλους τους συμπαίκτες του να φορούν κάτι κίτρινο στο πρόσωπό τους κατά τη διάρκεια των αγώνων. Εκείνοι φυσικά έκαναν αυτό που τους ζήτησε ο αρχηγός τους.

Ένας γενναίος βουλευτής υπέβαλε μια τροπολογία που πρότεινε στους πολίτες να έχουν την ψήφο που επιθυμούν στις επερχόμενες εκλογές. Στις 16 Απριλίου 1984, ο Sócrates ήταν η κύρια πηγή έλξης επί σκηνής στον τελικό ράλι στο Σάο Πάολο μπροστά σε πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμο. Επευφημούσαν κάθε του λέξη καθώς τους κορόιδευε σαν έμπειρος αριστερός αγωνιστής. Οι φήμες ότι μετακόμισε σε ιταλικό κλαμπ ήταν έντονες, αλλά έδωσε μια υπόσχεση στις μάζες ότι εάν η τροπολογία περνούσε και το προοδευτικό κίνημα συνεχιζόταν, δεν θα τους εγκατέλειπε ποτέ.

Τα μέσα ενημέρωσης ήταν πλημμυρισμένα από τον παροξυσμό που είχε προκαλέσει, κάτι που πρόσθεσε τους πολιτικούς να ψηφίσουν υπέρ της μελλοντικής δημοκρατίας. Αλλά η εκφοβιστική μόχλευση που εφαρμόστηκε από τον βίαιο κυβερνών στρατό δεν έπρεπε να υποτιμηθεί και 113 βουλευτές δεν κατάφεραν να ρίξουν τα ψηφοδέλτιά τους την κρίσιμη βραδιά. Η τροπολογία υπολείπεται κατά 22 ψήφους από την πλειοψηφία των δύο τρίτων που απαιτούνταν για να ψηφιστεί.

Για πάντα πιστός στον λόγο του, ο Σόκρατες υπέγραψε στη Φιορεντίνα σε μια πράξη εξέγερσης, αλλά η μοναχική του σεζόν στην Ιταλία ήταν καταστροφική. Οι τραυματισμοί, το αμυντικό στυλ του ποδοσφαίρου, οι κλίκες στα αποδυτήρια και η παγωμένη χειμερινή εκστρατεία στην Τοσκάνη συνωμότησαν για να κάνουν τον Σόκρατες να φαίνεται υπερεκτιμημένος και ξεδιάντροπα ακριβά αμειβόμενος.

Σε μια εποχή που θα έπρεπε να κάνει φίλους για να τον βοηθήσουν, έκανε περισσότερους εχθρούς στο κλαμπ. Αν το κάπνισμα, το υπερβολικό ποτό και η κουρελιασμένη εμφάνισή του δεν ήταν αρκετά προσβλητικά για τους επιδέξιους και σικάτους Ιταλούς, συνέχισε ο σοσιαλιστικός του ακτιβισμός. Με έναν δεξιό εργοδότη να πληρώνει τεράστιους μισθούς για έναν αλλοδαπό με χαμηλή απόδοση και αμφισβητούμενο τη στιγμή που επιτρέπονταν μόνο δύο παίκτες στο εξωτερικό, η ευρωπαϊκή περιπέτεια του Σόκρατες έμελλε να είναι σύντομη.

Τον έσωσε από την κόλαση που δημιούργησε ο ίδιος η Φλαμένγκο και πέταξε από τα τσουχτερά κρύα βουνά στον καλοκαιρινό ήλιο του Ρίο. Η ομάδα είχε επίσης αποκτήσει τον Ζίκο και είχε επανενώσει τους σούπερ σταρ της Βραζιλίας στην έκσταση των φανατικών υποστηρικτών τους. Αλλά το Copacabana δεν ήταν το σταθερό περιβάλλον ενός ημι-αλκοολικού επαγγελματία αθλητή που του είχαν λείψει η βραζιλιάνικη διασκέδαση και τα γλέντια του.

Αλλά πίστευε ότι κάποια ακολασία ήταν το ακριβές τονωτικό που χρειαζόταν. Ακόμα ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα της χώρας, σύντομα βρέθηκε στις εφημερίδες για όλους τους λάθος λόγους, καθώς τα σκάνδαλα απ’ το μεθύσι έγινε το νέο του σήμα κατατεθέν. Δεν είχε καν το ίδιο κίνητρο για να συνεχίσει τον πολιτικό του ακτιβισμό, καθώς είχε επιστρέψει σε μια χώρα που είχε επιτέλους ανατρέψει τη στρατιωτική εξουσία που τους μάστιζε από τότε που ο Σόκρατες ήταν μικρό αγόρι.

Λόγω των κινημάτων στα οποία είχε παίξει τόσο δυναμικό ρόλο, η Βραζιλία είχε πλέον έναν πολιτικό πρόεδρο και ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα. Όπως ήταν αναμενόμενο, δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει τους τραυματισμούς του, αλλά κατάφερε να βρει κάποια φόρμα πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό.

Δεν θεωρούνταν πλέον ως ο κατάλληλος αρχηγός για να ηγηθεί της χώρας του και η φανέλα με το νούμερο «18» που του έδωσε ο πιστός προπονητής Telê Santana έδειχνε πόσο κάτω από την τάξη που είχε πέσει σε αυτούς τους ίδιους μήνες. Πάλεψε με τη φυσική του κατάσταση για να κερδίσει τη θέση του στην αρχική θέση και σημείωσε το μοναδικό γκολ του αγώνα από το σημείο του πέναλτι στην έναρξη του τουρνουά εναντίον της Ισπανίας. Ωστόσο, η επιλογή του για τα καλύμματα κεφαλής για εκείνο το παιχνίδι έγινε η διαρκής ανάμνηση.

Η Πόλη του Μεξικού είχε διαλυθεί από έναν τεράστιο σεισμό μόλις εννέα μήνες πριν από το τουρνουά. Πάνω από 10.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει και άφησαν μια κάποτε όμορφη πόλη σε ερείπια. Ο Σόκρατες φόρεσε μια κορδέλα με το μήνυμα «Μεξικό, στάσου ψηλά». Η Βραζιλία τραυλίστηκε στα προημιτελικά όπου συνάντησε τους πρωταθλητές Ευρώπης στη Γαλλία του Μισέλ Πλατινί στη Γκουανταλαχάρα. Το αδιέξοδο 1-1 προοριζόταν για πέναλτι, και ένας εξαντλημένος Σόκρατες έχασε το σποτ στο δρόμο για τον αποκλεισμό από τα πέναλτι. Ήταν το τελευταίο του σουτ με την κίτρινη φανέλα που λάτρευε. Σκόραρε 22 γκολ με τη Βραζιλία στις 60 φορές που την εκπροσώπησε.

Οι τραυματισμοί και το ποτό συνεχίστηκαν στην επιστροφή του στο Ρίο. Ο Σόκρατες έπαιξε μόνο 20 αγώνες για τη Φλαμένγκο σε ένα άλλο σύντομο και αμφιλεγόμενο πέρασμα. Οι οπαδοί είδαν τον ίδιο και τον Ζίκο να ξεκινούν μόνο έναν αγώνα μαζί – μια νίκη με 4-1 επί της πιο μισητής γείτονάς τους, της Φλουμινένσε. Όταν συνειδητοποίησε ότι θα ξεκινούσε ξανά το επόμενο παιχνίδι μεταξύ των αναπληρωματικών, ο Σόκρατες έβαλε τις μπότες του στον κάδο φεύγοντας από το προπονητικό συγκρότημα και αμέσως ανακοίνωσε την απόσυρσή του και παραιτήθηκε από τον προσοδοφόρο μισθό με τον οποίο είχε συμβόλαιο για έναν ακόμη χρόνο.

Όπως πάντα υποσχόταν ότι θα έκανε, επέστρεψε στη γενέτειρά του και ξεκίνησε ένα πανεπιστημιακό μάθημα για να ανανεώσει τις ιατρικές του δεξιότητες και τα προσόντα του. Αλλά όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα στη ζωή του, ο Σόκρατες συνειδητοποίησε γρήγορα ότι είχε θεωρήσει δεδομένη τη μοναδική του καριέρα. Του έλειψε το ποδόσφαιρο και το ερωτεύτηκε ξανά υπογράφοντας στη Σάντος – φορώντας την ίδια φανέλα του συλλόγου με τον Πελέ και την ομάδα των σούπερ σταρ από τη δεκαετία του 1960 που είχε ερωτευτεί ως αγόρι. Τέλος, έκλεισε την καριέρα του στην Μποταφόγκο, παίζοντας τον τελευταίο του επαγγελματικό αγώνα τον Νοέμβριο του 1989 για τον ίδιο σύλλογο που είχε παίξει τον πρώτο του για 17 χρόνια νωρίτερα.

Ποτέ δεν ήταν αρκετά ικανοποιημένος ή πραγματικά ευτυχισμένος στη ζωή, πέρασε τη συνταξιοδότησή του μεταφέροντας το ένα αυθόρμητο πάθος στο άλλο. Στην προσωπική του ζωή, αντάλλαξε την πολύπαθη σύζυγό του με μια 20χρονη τενίστρια αλλά θα τελείωνε με έναν τελικό απολογισμό τεσσάρων γάμων και πέντε παιδιών. Στην επαγγελματική του ζωή εγκατέλειπε τακτικά πολιτικά εγχειρήματα για ιατρικά έργα και μετά εγκατέλειπε τις φιλοδοξίες του για χειρουργική επέμβαση για να προπονήσει μια ημι-επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα για έναν παλιό φίλο.

Ταξίδεψε επίσης στη σφαίρα της συγγραφής, της μουσικής και της τηλεόρασης. Κάθε φορά που ερχόταν η πλήξη, είτε σε έναν γάμο είτε σε ένα έργο, ο Σόκρατες πατούσε το κουμπί αυτοκαταστροφής που έβρισκε πάντα ενώ καθόταν σε ένα σκαμπό μπαρ πίνοντας. Αλλά το υποκείμενο και κοινό θέμα όλων των ιδιοτροπιών του ήταν μια παρόρμηση να βοηθήσει τους ανθρώπους, να δώσει σε αυτούς που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από αυτόν ή να τείνει ένα χέρι βοηθείας στις νεότερες γενιές.

Το 1996, ο Σάιμον Κλίφορντ έγινε φίλος με τον Τζουνίνιο κατά τη διάρκεια της απίθανης ερωτικής σχέσης του Βραζιλιάνου διεθνή με τη Μίντλεσμμπορο. Αυτή η φιλία άνοιξε περαιτέρω επαφές για τον φιλόδοξο νεαρό προπονητή Κλίφορντ –που πιστεύει ακράδαντα στο Jogo Bonito– ο οποίος στη συνέχεια ταξίδεψε πέρα δώθε στη Βραζιλία για να μελετήσει την προπονητική και την κουλτούρα.

Στη συνέχεια ίδρυσε το Brazilian Soccer Schools και εισήγαγε το futsal στη Βρετανία. Όταν ο Σάιμον αγόρασε και έγινε διευθυντής της Γκάρφορθ Τάουν το 2003, το όνειρό του ήταν να πλημμυρίσει την ομάδα με τους αποφοίτους από την πλέον διευρυμένη παγκοσμίως ακαδημία του – αλλά τα νεογνά του δεν ήταν ακόμα έτοιμα. Ο Κλίφορντ είχε μεγάλη εκτίμηση στο παιχνίδι, ο Κλίφορντ μπόρεσε να προσελκύσει τον πρώην εξτρέμ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Αγγλία, Λι Σαρπ, να παίξει για τον σύλλογο.

Ήθελε επίσης να ενισχύσει τον δεσμό της Βραζιλίας που ονειρευόταν να επηρεάσει τις ακαδημίες και τελικά το Garforth Town. Προσέγγισε διάφορους συνταξιούχους θρύλους που είχε στο εκτεταμένο οπλοστάσιο επαφών του, συμπεριλαμβανομένων των Ζίκο, Ριβελίνο και Τζαϊρζίνιο. Τα νέα αυτής της ευκαιρίας έφτασαν σύντομα στην πόρτα του αιώνιου ελεύθερου πνεύματος που είναι ο Σόκρατες. Ο Κλίφορντ και η θρυλική φιγούρα του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας γνωρίστηκαν και γεννήθηκε μια φιλία. Ο Σόκρατες αποδέχτηκε την πρόταση να έρθει στη Βρετανία και να εμπνεύσει τους νέους στις Σχολές Ποδοσφαίρου.

Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Κλίφορντ τον έπεισε επίσης να υπογράψει μια σύντομη συμφωνία παίκτη-προπονητή στον σύλλογο North Counties East Football League που ανήκε και διοικούσε. Ήθελε ο Sócrates να βοηθήσει το Garforth Town να πετύχει την άνοδο στην όγδοη βαθμίδα της αγγλικής πυραμίδας. Φυσικά και το έκανε.

Τόσο αμέσως πριν όσο και μετά τη μοναχική εμφάνιση του Sócrates για το Garforth Town, η σύγκρουση των μέσων ενημέρωσης ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς να δει σε έναν βασιλικό γάμο. «Είμαι εδώ γιατί με προσκάλεσε ο Simon να δω το έργο των παιδιών του, το οποίο βρίσκω πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Sócrates. «Χρησιμοποιεί τον αθλητισμό, ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, για να τους βοηθήσει να κοινωνικοποιηθούν και να αναπτύξουν τη φυσική τους κατάσταση».

Παρακολούθησε επίσης τον αγώνα της επόμενης εβδομάδας, στο Pontefract Collieries, αλλά επέλεξε να μην παίξει. Συζήτησε ελεύθερα και χαρούμενα με το προσωπικό και τους υποστηρικτές του, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα αγγλικά που μπορούσε να συγκεντρώσει. Πόζαρε για φωτογραφίες και υπέγραψε αναμνηστικά. Ο Σάιμον και ο Σόκρατες ξεκίνησαν μια περιοδεία στις σχολές ποδοσφαίρου της Βραζιλίας σε όλη την Αγγλία και τη Σκωτία, παρέχοντας στα παιδιά που εμπνέουν δέος μια ματιά σε έναν μυθικό θεό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

«Με έβαλε στο κάπνισμα» εξομολογείται ο Σάιμον. «Απλώς με ενθάρρυνε μετά από ένα γεύμα ένα βράδυ. Κατέληξα να έχω ένα μαζί του και μου έγινε συνήθεια. Κάπνιζα για αρκετό καιρό – κάτι που δεν είναι καλό». Εμπνευσμένα και εμπλουτισμένα, τα Brazilian Soccer Schools έγιναν πιο δυνατά μετά την επιδραστική περιοδεία του Sócrates στη Βρετανία και σύντομα άνοιξαν τα franchises σε όλο τον κόσμο και εξακολουθούν να είναι ένα παγκοσμίως γνωστό εμπορικό σήμα στις ακαδημίες ποδοσφαίρου σήμερα.

«Ο Σωκράτης ήταν στον παράδεισο όταν ήταν εδώ». Ο Σάιμον συνεχίζει μιλώντας με θερμά λόγια για τον φίλο του. «Ερωτεύτηκε αυτό που προσπαθούσαμε να κάνουμε. Προσπαθούσα να κάνω αλλαγές στο αγγλικό ποδόσφαιρο και στην προπόνηση νεαρών παικτών φέρνοντας στο σάλας και διάφορα άλλα πράγματα. Ήταν τόσο παθιασμένος με αυτό όσο κι εγώ. «Ήταν πάντα χαρούμενος γεμάτος ζωή. Είχε μια περιέργεια για αυτόν που μπορεί να βρεις μόνο σε ένα παιδί. Του άρεσε να έρχεται στην Αγγλία γιατί δεν είχε πάει ποτέ εδώ σωστά, για να μην ρίξει μια πραγματική ματιά τριγύρω. Ήταν μαθητής της ζωής, μαθητής των ανθρώπων και πολύ προσηλωμένος ακροατής. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου – εξαιρετικούς ανθρώπους – αλλά ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε είχα γνωρίσει ποτέ πριν. Είχε μια παρουσία και μια σοφία για αυτόν που δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί σε κανέναν.».

Το περιβόητο πάθος του για το ποτό συνεχίστηκε στα 50 του χρόνια και, παρόλο που κανείς δεν γνώριζε τις αναπόφευκτες συνέπειες καλύτερα από εκείνον, αρνήθηκε να το επιβραδύνει. Πέρασε μεγάλο μέρος του 2011 στο νοσοκομείο με κίρρωση, καθώς το σώμα του εξασθενούσε οριστικά, και τελικά πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου μετά από μια τροφική δηλητηρίαση που το τσακισμένο σώμα του δεν μπορούσε να παλέψει. Αργότερα εκείνη την ημέρα, η Κορίνθιανς έπαιξε έναν εντός έδρας αγώνα πρωταθλήματος εναντίον της Παλμέιρας. Οι υποστηρικτές σήκωσαν τις γροθιές τους προς τιμήν του. Μια ισοπαλία χωρίς τέρματα ήταν αρκετή για να επιβεβαιωθεί η Κορίνθιανς πρωταθλήτρια της Serie A. Ήταν Κυριακή.





gazzeta.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ





ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

FACEBOOK - TWITTER