Ο Νίκος Παπαδογιάννης επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει την περίεργη υπόθεση Πετρούσεφ και προφητεύει ότι μεθαύριο θα έχουμε γλωσσόφιλα.

Επιτρέψτε μου, αρχικά, να σας εξηγήσω πώς λειτουργεί το σύστημα. Με το που μυρίζει η άνοιξη, συνήθως τις μέρες του φάιναλ-φορ (που κάποτε γινόταν πιο νωρίς, τέλη Απριλίου ή αρχές Μαΐου), οι μανατζαραίοι αραδιάζουν την πραμάτεια τους και αρχίζουν να διαλαλούν σαν ντελάληδες. Δεν την ακουμπάνε όπου να ‘ναι, την προαναφερθείσα πραμάτεια. Την στρώνουν σε περίοπτη θέση για να τη θαυμάζουν οι δημοσιογράφοι. Ναι, και οι ομάδες. Αλλά αυτές τη βλέπουν ούτως ή άλλως.

Στην εποχή του διαδικτύου και της άμεσα προσβάσιμης πληροφορίας, είναι σπάνιο να κοροϊδέψεις έναν προπονητή ή κάποιον πρόεδρο, αφού δεν υπάρχει τίποτε κρυφό κάτω από τον ήλιο. Παλιά, βέβαια, αγοράζονταν φύκια σε τιμή μεταξωτής κορδέλας, με μοναδικό πειστήριο κάποιο καλομονταρισμένο βίντεο. Οι μεταγραφές-φιάσκο είναι όλο και πιο σπάνιες. Ο μοναδικός τρόπος για εκτόξευση της τιμής κάποιου παίκτη που αξίζει λιγότερα απ’ όσα θα πιάσει είναι η μέθοδος του πλειστηριασμού.

Ο έμπειρος δημοσιογράφος γνωρίζει πώς να χειριστεί το ζήτημα ώστε να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι και να βγάλει ειδήσεις. Αυτός που θέλει να παραγοντίσει θα γίνει άθελά του πιόνι στα χέρια του μάνατζερ. Ο οπαδογράφος θα το χειριστεί με γνώμονα το καλό της ομαδάρας και θα τα θαλασσώσει. Ο ρούκι που θεωρεί ότι δημοσιογραφία είναι να κάνεις θόρυβο θα γεννήσει «ειδήσεις» από την κούτρα του και θα γελοιοποιηθεί.

Αυτό το παιχνιδάκι προσωπικά αρνούμαι να το παίξω εκ γενετής. Ή μάλλον από τότε που ξεπέρασα το στάδιο του ξιπασμένου ρούκι. Λεφτά πάνω στην πλάτη μου και στην υπογραφή μου δεν θα βγάλει κανείς. Ούτε δόξα.

Προσπαθώ να πω το εξής. Οι δημοσιογράφοι είναι ενίοτε δημοσιογράφοι, αλλά οι μανατζαραίοι ήταν, είναι και θα παραμείνουν κρεοπώλες. Το μοναδικό πράγμα που τους ενδιαφέρει, και σωστά, είναι η δουλειά τους. Να πουλήσουν φρέσκο κρέας και να γεμίσουν το πορτοφόλι τους με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μίζα.

Δεν υπαινίσσομαι ότι είναι όλοι τους αντιπαθητικά καθάρματα. Συχνά ισχύει το ακριβώς αντίθετο και μάλιστα υπάρχουν και ορισμένοι που μνημονεύονται ακόμα και μετά θάνατον, από τους ίδιους τους ευεργετηθέντες παίκτες. Είναι, όμως, στυγνοί επαγγελματίες, οι ατζέντηδες εκεί έξω. Και έχουν και μοναδική θρησκεία το χρήμα, δηλαδή τον εαυτό τους. Πάμε παρακάτω τώρα.

Ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς και 1-2 άλλοι σαν αυτόν πιστεύουν ότι είναι -για να χρησιμοποιήσω τη δική τους έκφραση- Λουδοβίκοι, ισχυρότεροι του ισχυρού, βασιλικότεροι των βασιλέων και φιλοδοξότεροι των φιλόδοξων. Όταν ο Γιώργος Μπαρτζώκας έβγαλε στη σέντρα τον Φίλιπ Πετρούσεφ («δεν θέλει να μείνει στον Ολυμπιακό, όλη τη χρονιά περιπατούσε») χρησιμοποίησε -κάπως άκομψα- το απόλυτο δικαίωμα ενός προπονητή: να κάνει κουμάντο στην ομάδα του.

Η αδιαφορία του παίκτη ήταν ορατή διά γυμνού οφθαλμού και κάποια στιγμή χαρακτηρίστηκε, από αυτήν εδώ τη στήλη, «λευκή απεργία». Ο Πετρούσεφ ήθελε να φύγει επειδή θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο και προσπάθησε να κολλήσει στο κούτελό του πωλητήριο.

Είναι παιχταράς στο άνθος της ηλικίας του ο 25χρονος Σέρβος; Είναι. Εχει δικαίωμα να αισθάνεται ριγμένος από τον προπονητή; Έχει. Έχει δικαίωμα να σαμποτάρει την ίδια του την ομάδα με την απόδοσή του; Προφανώς όχι, αφού η υπογραφή κάτω κάτω στο συμβόλαιό του είναι δική του και όχι κάποιου άλλου. Αποτελεί δικαιοδοσία του Μπαρτζώκα να ζυγίσει την κατάσταση και να εξοστρακίσει τον παίκτη; Προφανώς ναι. Έχει στεριώσει πουθενά ο Πετρούσεφ; Δεν έχει.

Ο δανεισμός του 25χρονου σέντερ στον Ερυθρό Αστέρα, ενώ ο Ολυμπιακός τον είχε ανάγκη, απέδειξε ότι το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο και ότι η ζημιά ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά. Δικαιούται ο Ολυμπιακός να τα βάζει με τους αόρατους συμβουλάτορες του παίκτη; Προφανώς ναι. Υπάρχει δρόμος επιστροφής από όλο αυτό; Προφανώς όχι, παρ’ όλο που η αξιοθρήνητη ανακοίνωση Ραζνάτοβιτς αφήνει ένα πονηρούτσικο παραθυράκι τύπου: «Αν δεν γίνεται αλλιώς, θα το καταπιούμε και θα φερθούμε σαν επαγγελματίες».

Δύσκολη εξίσωση να έχεις Σέρβο παίκτη χωρίς Σέρβο προπονητή, πολύ δύσκολη. Όταν τελειώσω το βιβλίο που θα μπορούσα να γράψω με τα καλοκαιρινά χαϊλάιτς των μανατζαρέικων ελιγμών, θα γράψω ένα ακόμη για τα απόρρητα χασαποσέρβικα της δεκαετίας του ’90, αλλά και της επόμενης. Ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές, για παίκτες μιλάω, είναι υπεράνω πάσης υποψίας. Εκτός αν είσαι υποψιασμένος, οπότε δεν υπάρχουν άτομα υπεράνω υποψίας.

Οι περπατημένες ομάδες κάνουν τις μεταγραφές τους Μάιο μήνα, ή χειμώνα, ή μέσα σε πέπλο σιωπής, ή όλα τα ανωτέρω, οπότε πιάνουν την αγορά στον ύπνο και αποφεύγουν να πληρώσουν εξωφρενικές υπεραξίες. Όταν ανοίξει το παζάρι και μπουν στον χορό νεόπλουτοι σαν το Ντουμπάι ή πολεμοχαρείς σαν το Τελ Αβίβ, ο Μιλουτίνοφ θα πληρωθεί 3 εκατομμύρια τον χρόνο, ο Βεζένκοβ 4, ο Μίτσιτς 5, ο Ναν θα έφτανε στα 6 αν ήταν σήμερα διαθέσιμος για νυφοπάζαρο.

Ήδη η περυσινή «πρασινοκόκκινη» κούρσα των εξοπλισμών εκτόξευσε τον προϋπολογισμό των ομάδων μας πολύ πιο ψηλά από το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία του έμψυχου υλικού τους. Εάν πιστεύει κανείς ότι ο Ντόρσεϊ αξίζει1,5 εκατομμύριο, ο Λορέντζο Μπράουν 1,9 εκ., ο Γκριγκόνις και ο Βιλντόσα επτά ψηφία, καλύτερα να το διαλύσουμε το μαγαζί και ν’ ανοίξουμε χασάπικο.

Ο Πετρούσεφ είχε πέρυσι συμβόλαιο 1,2 εκατομμύρια ευρώ (και ο Γιούρτσεβεν 1 και ο Φαλ 1,8), αλλά ας δεχθούμε ότι οι ψηλοί είναι δυσεύρετοι και συνεπώς ακριβότεροι. Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, ο Αταμάν πληρώθηκε μιάμιση φορά καλύτερα από τον Μπαρτζώκα. «Three cups», θα έλεγε μια ψυχή.

Οι κερδισμένοι αυτής της παράνοιας είναι φυσικά ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς και τα άσπονδα αδέλφια του, που θα τσιμπήσουν ένα ωραίο 10-15 τοις εκατό από κάθε τέτοιο ντιλ και θα κυκλοφορούν στα γήπεδα -καθισμένοι στην πρώτη σειρά, όπως στο Άμπου Ντάμπι- στολισμένη με την περούκα του Λουδοβίκου. Πώς τόλμησε ο Μπαρτζώκας να υποκλέψει τον αφορισμό «το κράτος είμαι εγώ» από τον φυσικό του κάτοχο;

Μη δίνετε σημασία, συμβουλεύει ο παληός. Αύριο θα ξεσπάσει μίνι πόλεμος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, μεθαύριο πάλι θα ανοίξει νέο κεφάλαιο συνεργασίας με γλωσσόφιλα και ερωτικές περιπτύξεις. Έτσι παίζεται αυτό το παιχνιδάκι και όποιος αμφιβάλλει ας ανατρέξει στο χρονικό των σχέσεων του ίδιου ατζέντη με τον Παναθηναϊκό, πριν και μετά την εποχή Ομπράντοβιτς.

Υποσημειώνω μόνο, ότι ο επιφανέστερος των πελατών του γραφείου Ραζνάτοβιτς είναι ο Βασίλης Σπανούλης. Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του ο ίδιος ο «Μπίλης», ασφαλώς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να βλέπει στον εγγύς ορίζοντα διαζύγιο των Αγγελόπουλων με τον Μπαρτζώκα, αλλά ο μάνατζέρ του έχει κάθε δικαίωμα να οραματίζεται τον Ολυμπιακό του «Μίδα» Σπανούλη. Αυτή, άλλωστε, είναι η δουλειά του.



gazzeta.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ