Πέρα από τον Μαντοβάνι πατρική φιγούρα για τους ποδοσφαιριστές ήταν και ο Μπόσκοφ. «Εκτός από ικανότατος προπονητής, ήταν και σαν πατέρας για όλους μας. Ήταν πανέξυπνος, μιλούσε 6 γλώσσες και μας έδινε τρομερή αυτοπεποίθηση. Μας έκανε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κερδίσουμε τα πάντα. Το κύπελλο, το πρωτάθλημα, ακόμα και το ευρωπαϊκό!», είχε πει ο Βιάλι για τον Σέρβο προπονητή.
Ήταν ένα σύνολο που χτίστηκε σταδιακά με ορίζοντα το Σκουντέτο. Η Σαμπ έφτασε σε οκτώ τελικούς τη δεκαετία μετά την άφιξη του Ρομπέρτο Μαντσίνι, κατακτώντας το Coppa Italia το 1985 (μοναδικός τίτλος στην προ-Μπόσκοφ εποχή), το 1988 και το 1989, ενώ στο παλμαρέ τη ομάδας ξεχωρίζει το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1990, το οποίο κατέκτησε με νίκη επί της Άντερλεχτ με 2-0, χάρη σε δυο γκολ του Βιάλι στην παράταση.
Ωστόσο, λίγοι άνθρωποι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ομάδα που θα μπορούσε να σηκώσει το πρωτάθλημα. Η Σαμπ στην πορεία της προς τον τίτλο αντιμετώπισε τη Νάπολι του Μαραντόνα, την ολλανδική Μίλαν των Μάρκο Φαν Μπάστεν, Ρουντ Γκούλιτ και Φρανκ Ράικαρντ, τους Πρωταθλητές Κόσμου με τη Γερμανία, Λόταρ Ματέους, Αντρέας Μπρέμε και Γιούργκεν Κλίνσμαν, οι οποίοι έπαιζαν στην Ίντερ και τη Γιουβέντους του Ρομπέρτο Μπάτζιο.
Η κατάκτηση του πρωταθλήματος αντιπροσώπευε ένα μεγάλο άλμα για τη Σαμπ, η οποία μέχρι τότε είχε φτάσει στο «peak» της στο πρωτάθλημα ως την 4η θέση το 1985 και το 1988.
Αυτή η έκδοση της Σαμπ πιθανότατα δε θα ήταν δυνατή τη σημερινή εποχή. Το σύγχρονο ποδοσφαιρικό περιβάλλον απλά δεν το επιτρέπει. Η ιδέα ενός μικρού συλλόγου που διατηρεί έναν πυρήνα λαμπρών και ταλαντούχων παικτών αποτελεί ουτοπική, καθώς έχουν μπει πια στη μέση μεγάλες οικονομικές δυνάμεις αλλά και η «λάμψη» των μεγάλων κλαμπ που προσελκύουν τους φιλόδοξους νεαρούς ποδοσφαιριστές.
Η εμπειρία που ανέπτυξαν μαζί και η κατανόηση του ενός για τον άλλο συνέβαλαν στην πορεία για το απίθανο Σκουντέτο του 1991. Η Σαμπ τόλμησε να το κάνει και αψήφησε τις πιθανότητες, οι οποίες δεδομένα ήταν εναντίον της.