Η ιστορία του ξεκίνησε στα Τρίκαλα. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών βρίσκεται σε ένα γήπεδο. Ο άνθρωπος που του έμαθε το άθλημα και τον στήριξε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ήταν ο πατέρας του και τον ευγνωμονεί γι’ αυτό.
Το 2002 έμελλε να του αλλάξει για πάντα τη ζωή. «Όταν ήμουν 13 χρονών ξεκίνησα με τον αδερφό μου στις ακαδημίες της ΑΕΚ. Φύγαμε όλοι οικογενειακώς και ήρθαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου πήρε μετάθεση. Έκαναν μεγάλες θυσίες οι γονείς μου για να καταφέρουμε» επισημαίνει.
Στις ακαδημίες της Ένωσης έμεινε για τέσσερα χρόνια. Ανέβηκε στην πρώτη ομάδα, ωστόσο, ο ανταγωνισμός ήταν τεράστιος. «Μπροστά μου ήταν ο Σορεντίνο, ο Χιώτης. Ήταν πολύ δύσκολο για ένα νέο παιδί να σταθεί σε αυτό το επίπεδο. Μου πρότειναν να κάνω επαγγελματικό συμβόλαιο και να πάω δανεικός στην Αναγέννηση Άρτας. Το είδα κάπως εγωιστικά και αρνήθηκα. Δεν ήθελα να παίξω στη Γ’ Εθνική».
Έτσι, λοιπόν, αποχώρησε και υπέγραψε στην ομάδα του Ηλυσιακού που τότε αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ξεκίνησε μια ολόκληρη πορεία, με τον Γιάννη Μπαντίκο να περνά από αρκετές ομάδες των εθνικών κατηγοριών της χώρας, ανάμεσα σε αυτούς, τον Εθνικό, τη Δόξα Βύρωνα, τον Φωστήρα.
Ο σύλλογος, όμως, με τον οποίο δέθηκε και πέρασε τα περισσότερα χρόνια ήταν η Προοδευτική. Τα ματς που του έχουν χαραχθεί στο μυαλό είναι εκείνα, φυσικά, κόντρα στον Ιωνικό. Τον μεγάλο αντίπαλο της περιοχής. Ο ίδιος, μάλιστα, αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της κερκίδας καθώς κατάφερε στα μεταξύ τους παιχνίδια να αποκρούσει όχι ένα, ούτε δύο, ούτε τρία, αλλά τέσσερα πέναλτι.
Ήταν τέτοια η στήριξη του κόσμου, όμως, προς την ομάδα που «αισθανόταν ότι το τέρμα ήταν 5Χ5». «Όλο τον χρόνο είχαμε στο μυαλό μας αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι υπερβολή. Ο κόσμος της Νίκαιας και του Κορυδαλλού ζει για αυτό το ματς. Είναι από τα μεγαλύτερα ντέρμπι στην Ελλάδα. Υπήρχε πολύ ένταση, πάθος. Είναι από τα παιχνίδια που ευχαριστιέσαι να παίζεις. Να σου πω την αλήθεια, μου έχουν λείψει κάπως» προσθέτει.
Αυτές οι στιγμές, όμως, δεν μπορούν να ξεγράψουν όλα τα στραβά που έχει βιώσει καθ’ όλη την πορεία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. «Δεν είμαι από τυχερούς γιατί η δικιά μου γενιά πρόλαβε τα τελευταία χρόνια καλών οικονομικών απολαβών. Από το 2007 έως το 2011 περίπου. Μόνο τότε καταφέραμε και βγάλαμε λίγα χρήματα από το ποδόσφαιρο».
Τα επόμενα χρόνια ήταν αρκετά δύσκολα. Μισθοί που δεν καταβάλλονταν ποτέ, χρωστούμενα από ομάδες, δεύτερες δουλειές για να ζήσει την οικογένειά του. «Αναγκάστηκα να κάνω και δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τα βγάλω πέρα. Δεν είναι ντροπή για μένα αυτό. Ντροπή θα ήταν να καθόμουν άπραγος. Υπήρξαν φορές με τη δουλειά και τις προπονήσεις που είχε να με δει το σπίτι μου πέντε μέρες» επισημαίνει.
Κι όλο αυτό μέσα στο άγχος, καθώς τόσο εκείνος όσο και οι συμπαίκτες του ήξεραν πως δεν κέρδιζαν, κινδύνευαν να χάσουν ακόμη κι αυτά τα λίγα δεδουλευμένα τους. «Μην κρυβόμαστε. Ήξερες ότι αν δεν πας καλά, δεν θα πληρωθείς. Κι αν πληρωνόσουν, θα υπήρχαν μεγάλες μειώσεις».
Ο Γιάννης Μπαντίκος έχει χάσει αρκετά χρήματα κατά τη διάρκεια της καριέρας και γνωρίζει πως δεν πρόκειται να τα πάρει ποτέ. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα επισφάλειας, λοιπόν, το 2019 πήρε μια απόφαση που του στιγμάτισε τη ζωή: να γίνει πυροσβέστης.
Η αγάπη για τον κλάδο προήλθε, επίσης, από τον πατέρα του. «Θυμάμαι ήμουν 7 χρονών και πήγαινα στον πυροσβεστικό σταθμό μαζί του. Έβαζα τις σειρήνες, πάταγα τις κόρνες στα οχήματα». Εδώ και τέσσερα χρόνια, λοιπόν, από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο γυρνά όλα τα βουνά της Αττικής και προσπαθεί να σβήσεις τις φωτιές που ξεσπούν η μία μετά την άλλη.