Με τη βοήθεια του Wyscout το Gazzetta αναλύει το παιχνίδι του Μέισον Μάουντ, τον λόγο που η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον κυνήγησε τόσο επίμονα και τον ρόλο που έχει φανταστεί για εκείνον ο Έρικ Τεν Χαγκ.
«Το Κόκκινο είναι το νέο Μπλε», έγραψαν στα social media πολλοί φίλοι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετά την επίσημη ανακοίνωση του Μέισον Μάουντ, παραφράζοντας τον τίτλο της γνωστής σειράς «Orange is the new Black» για χάρη της μεταγραφής του Άγγλου μέσου από την Τσέλσι στους Κόκκινους Διαβόλους. Ίσως βέβαια είναι πολύ νωρίς η καρδιά του 24χρονου να γίνει πράγματι Κόκκινη, να ξεχάσει όλες τις Μπλε αναμνήσεις που χαράχθηκαν σε αυτή από όταν εκείνος ήταν 6 ετών.
Πολλοί απόρησαν με την απόφασή του να φύγει από το «σπίτι» του, όπως και με την απόφαση της Γιουνάιτεντ να τον κυνηγήσει με τέτοια επιμονή. Πολλοί θεώρησαν πως τα 65 εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν για χάρη του είναι υπερβολικά. Μα σημασία δεν έχει τι σκέφτονται οι πολλοί, αλλά ο Έρικ Τεν Χαγκ. Ο Ολλανδός κόουτς ξέρει πως ο Μάουντ αποτελεί ένα κρίσιμο κομμάτι στο παζλ της δικής του ομάδας, στο χτίσιμο αυτής και το Gazzetta, με τη βοήθεια της κορυφαίας πλατφόρμας ποδοσφαιρικής ανάλυσης Wyscout, ρίχνει το βλέμμα του στον τρόπο με τον οποίο ο Άγγλος μπορεί να βοηθήσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να κάνει ακόμα ένα βήμα μπροστά.
✍️ It’s official.
Welcome to Manchester United, Mason Mount! 🔴#MUFC
— Manchester United (@ManUtd) July 5, 2023
Η ξεχωριστή εργατικότητα ενός μαέστρου
Εντάξει, ο Τεν Χαγκ τον πήρε γιατί τον ήθελε πολύ, πάρα πολύ. Όμως τι είναι ο Μάουντ; Γιατί είναι τόσο ξεχωριστός; Η απάντηση, σε αντίθεση με το ποδοσφαιρικό του προφίλ, είναι απλή: Γιατί στο ρεπερτόριό του συγκατοικούν αρμονικά η ποιότητά των ενεργειών του με την μπάλα και χωρίς αυτή. Ίσως οι δεύτερες μάλιστα να είναι πιο πολύτιμες.
Ο Μάουντ το 2021/22 – όταν η Τσέλσι δεν ήταν η πιο δυσλειτουργική ομάδα στην Αγγλία – «κεντούσε» στο επιθετικό τρίτο, όντας επί της ουσίας ο δεύτερος καλύτερος μέσος του πρωταθλήματος όσον αφορά τη δημιουργία και την απειλή και έχοντας από πάνω του όσον αφορά αυτό μόνο τον πλέον συμπαίκτη του, Μπρούνο Φερνάντες. Αυτό άλλωστε, μαρτυρεί το άθροισμα των προσδοκώμενων γκολ και ασίστ του, με το συνδυαστικό των 0,58 xG + xA ανά 90 λεπτά να τον τοποθετεί στη δεύτερη θέση του σχετικού βάθρου.
Το νούμερο στην πραγματικότητα, ο όγκος δημιουργίας και απειλής, επιβεβαιώνει το μάτι, το οποίο ανέκαθεν καταλάβαινε πως ο Μάουντ πάντα ήταν ένας μαέστρος. Ο παίκτης που ενώνει τις γραμμές και κουρδίζει την ομάδα του, βρισκόμενος στο σωστό σημείο για να πάρει την μπάλα και να κάνει τα πράγματα να συμβούν. Ακριβώς όπως έκανε στο παιχνίδι της Τσέλσι κόντρα στη Νιουκάστλ στο «St’ James’s Park» πριν μερικούς μήνες.
Ο Κουλιμπαλί κουβαλά την μπάλα ψάχνοντας πού να την αφήσει και ο Μάουντ βρίσκεται εκεί που πρέπει, στα αγαπημένα του μεσοδιαστήματα – τους χώρους ανάμεσα στην αμυντική και τη μεσαία γραμμή. Είναι απελευθερωμένος και ζητά την κατοχή.
Όσο η μπάλα ταξιδεύει από τα πόδια του Σενεγαλέζου προς αυτόν, ο ίδιος έχει ήδη σκανάρει τον χώρο πίσω του και στρίβει το κορμί του σωστά ώστε να έχει το πλεονέκτημα κατά την υποδοχή. Αυτή η κίνηση του γλιτώνει πολύτιμα δευτερόλεπτα κι έτσι καταφέρνει με τη μια να ψάξει τον Πούλισικ στην πλάτη της άμυνας της Νιουκάστλ.
Τα εντυπωσιακά τελειώματά του, οι κάθετες πάσες ή τα καλοχτυπημένα στημένα του είναι πράγματα φανερά γύρω από το παιχνίδι του, όμως από μόνα τους δεν είναι εκείνα που πραγματικά κάνουν τη διαφορά στο πακέτο του. Αυτό που τον ξεχωρίζει από έναν συνηθισμένο επιθετικό μέσο είναι πως συνδυάζει αυτά τα στοιχεία με μοναδική εργατικότητα, ένταση και έφεση στις αμυντικές μονομαχίες. Ας δούμε για παράδειγμα την παρακάτω φάση.
Ο Ντάλας γυρνά την μπάλα προς τον Φίρπο και η Λιντς προσπαθεί να οργανώσει την επίθεσή της. Ο Δομινικανός μπακ χωρίς να έχει επιλογές αναγκάζεται να τραβηχτεί στα πλάγια με την μπάλα στα πόδια. Ο Μάουντ διαισθάνεται την ευκαιρία να πιέσει έναν παίκτη δίχως βοήθειες και φυσικά τον ακολουθεί.
Με το σπριντ του τον προλαβαίνει και σταδιακά προσπαθεί να μπει μπροστά του για να του κλείσει τον χώρο. Εν τέλει τα καταφέρνει και βάζοντας δυνατά το κορμί του τού κλέβει την μπάλα για να αρχίσει ξανά την επίθεση της Τσέλσι μπροστά από το κέντρο και με τη Λιντς αποδιοργανωμένη.
Αυτή είναι από τις μεγάλες «δυνάμεις» του Μάουντ. Το 2021/22 ο Άγγλος μετρούσε 4,4 ανακτήσεις ανά 90 λεπτά και τη σεζόν που ολοκληρώθηκε 5,4. Μάλιστα οι περισσότερες εξ αυτών (το 60% το 2021/22 και το 55% το 2022/23) λάμβαναν χώρα στο μισό του αντιπάλου, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για κάθε ομάδα όσον αφορά τους χώρους που μπορεί να βρει μπροστά υπό τέτοιες συνθήκες. Ελάχιστοι παίκτες σε αυτή τη θέση έχουν τέτοια νούμερα.
Παράλληλα, την τελευταία χρονιά μέτρησε κατά μέσο όρο σχεδόν 3 (2,97 για την ακρίβεια) αναχαιτήσεις ανά παιχνίδι. Κι αν αυτό από μόνο του δεν λέει κάτι, αξίζει να σημειωθεί πως ο κύριος Ράις των 123 εκατομμυρίων κατά μέσο όρο είχε 5,09 τέτοιες. Ο Μάουντ λοιπόν χωρίς να είναι αμυντικό χαφ ξετυλίγει στο χορτάρι την ικανότητα και την προσείλωσή του και στις ανασταλτικές του υποχρεώσεις και για αυτό κάθε προπονητής που δουλεύει μαζί του τον λατρεύει.
Το νέο «8» του Τεν Χαγκ
Ίσως για αυτό να τον έχει σε τόσο υψηλή εκτίμηση και ο Τεν Χαγκ, αν και όπως φαίνεται εκείνος έχει φανταστεί έναν νέο ρόλο για τον 24χρονο στη δική του Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Είναι σαφές πως οι Κόκκινοι Διάβολοι με εκείνον στο τιμόνι βελτιώθηκαν πολύ, έδειξαν να είναι μια κανονική ομάδα. Όπως επίσης είναι σαφές πως υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στον τρόπο παιχνιδιού της Γιουνάιτεντ την τελευταία σεζόν και στο πώς πραγματικά θα ήθελε να παίζει ο Τεν Χαγκ. Και ο Μάουντ μπορεί να γεφυρώσει κατά ένα μέρος αυτό το χάσμα. Οι Κόκκινοι Διάβολοι δυσκολεύονταν να ελέγξουν τα ματς όσα θα ήθελαν, αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μια προσέγγιση πολύ άμεση στην οποία κυνηγούσαν τις επιθετικές μεταβάσεις με τις μεταβιβάσεις του Μπρούνο και τον «φονικό» Ράσφορντ. Κι αυτό διότι στερήθηκαν αυτόν τον τρίτο κρίκο στη μεσαία γραμμή. Και εξηγούμαστε.
Ο Μάουντ σχεδόν δεδομένα θα κουμπώσει στο «8» της ομάδας, στα αριστερά δίπλα από τον Φερνάντες και μπροστά από τον Κασεμίρο σε αυτό το 4-3-3 που ο Τεν Χαγκ παρουσίασε κλείνοντας τη σεζόν.
Τόσο ο Πορτογάλος όσο και ο Βραζιλιάνος είναι αυτό που λέμε specialists, διαπρέπουν σε συγκεκριμένες πτυχές του παιχνιδιού. Ο σκληροτράχηλος Κασεμίρο στο να κόβει, να κλέβει και να μοιράζει μπάλες, να προστατεύει την ομάδα αλλά… ως εκεί. Ο Μπρούνο από την άλλη πρόκειται για έναν τρομερά επιθετικογεννή παίκτη που πάντα προσπαθεί να δημιουργήσει και να απειλήσει. Ο Μάουντ είναι ακριβώς αυτό που λείπει, αυτός που θα φέρει την ισορροπία ανάμεσα στο περυσινό ντούο της Γιουνάιτεντ και ακριβώς αυτός που… δεν είναι οι υπόλοιποι μέσοι της ομάδας.
Ο Έρικσεν έχει την τεχνική, μπορεί να κοντρολάρει το tempo αλλά οι αδυναμίες του στην ταχύτητα και την ένταση τον περιορίζουν στον συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού. Τον Φρεντ – όπως και τον δανεικό Ζάμπιτσερ – τον περιόριζε η τεχνική του και ο ΜακΤόμινεϊ έχει ξεκάθαρα διαφορετικό προφίλ.
Ο Μάουντ είναι ένα φοβερό ποδοσφαιρικά κοκτέιλ, συνδυάζει τεχνική, πίεση και ανακτήσεις, στοιχεία που θα επιτρέψουν στη Γιουνάιτεντ από τη μια να κρατά περισσότερο την μπάλα, να ελέγχει τον ρυθμό χωρίς να είναι τόσο άμεση, και αφετέρου ακόμα και όταν τη χάνει να την ανακτά γρήγορα και να εκμεταλλεύεται τα τρομακτικά της transition.
Για να δουλέψει το πλάνο ωστόσο, ο Μάουντ θα πρέπει να προσαρμοστεί και να εξελιχθεί, να αλλάξει την προσέγγισή του και να μπει στο καλούπι του νέου του ρόλου. Αυτό σημαίνει πως ορισμένες φορές θα βρει τον εαυτό του χαμηλότερα στο γήπεδο, επιφορτισμένο με τη διατήρηση της κατοχής. Θα πρέπει να κάνει περισσότερες «απλές» πάσες, να βοηθήσει στην ανάπτυξη και σιγά – σιγά να ανεβαίνει μαζί με την μπάλα. Την τελευταία σεζόν πάσαρε με ακρίβεια της τάξης του 81.7% και πλέον θα έχει την ευθύνη της ασφαλούς κυκλοφορίας της μπάλας, συνδέοντας τον Κασεμίρο και τον Μπρούνο. Το εντυπωσιακό βέβαια είναι πως χάρη στις ικανότητές του δίχως αμφιβολία θα μπορεί να γίνεται απειλητικός και να δημιουργεί ακόμα και από αυτόν τον ρόλο.
Κάτι ακόμα που φαίνεται πως θα καλείται να κάνει είναι το να ηγείται του πρέσινγκ, στοιχείο στο οποίο διαπρέπει και θα βοηθήσει πάρα πολύ τη Γιουνάιτεντ, που «έχανε» πολλά όσον αφορά την πίεση από τη συγκεκριμένη θέση. Ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να πρεσάρει ο Μάουντ.
Ο Άλισον έχει την μπάλα και – με τον Άγγλο εκτός πλάνου – η προφανής επιλογή είναι η πάσα στον Μπάιτσετιτς. Ο Ισπανός ζητά την κατοχή και ο Μάουντ αρχίζει να τον ακολουθεί. Όταν εκείνος ανοίγει το κορμί του προσπαθώντας να γυρίσει, ο Άγγλος ξέρει πως δεν πρέπει να το επιτρέψει, σπριντάροντας την κατάλληλη στιγμή.
Ο Μπάιτσετιτς δεν μπορεί παρά να γυρίσει την μπάλα ξανά στον Άλισον αλλά ο Μάουντ δεν σταματά και συνεχίζει να πιέζει με ένταση και ταχύτητα. Πλησιάζει τον Βραζιλιάνο, ο οποίος βλέπει σχεδόν κάθε συμπαίκτη του κλεισμένο και αναγκάζεται να παίξει τη μεγάλη μπαλιά προς τον Έλιοτ, ενέργεια που αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες απώλειας της κατοχής χάρη στο έξυπνο και αποφασιστικό πρέσινγκ του Μάουντ.
Πλέον είναι γνωστό, πως η πλάτη της νέας του κόκκινης φανέλας θα φέρει το Νο.7. Το Νο.7 των σταρ, των «εγωιστών», των πρωταγωνιστών, του Καντονά, του Μπέκαμ, του Κριστιάνο Ρονάλντο. Μα ο Μάουντ με την εργατικότητά του, τον τρόπο με τον οποίο βάζει το σύνολο πάνω από τον εαυτό του στο μυαλό του Τεν Χαγκ θα γίνει αυτός που χωρίς να τραβήξει τα φώτα θα τραβήξει την ομάδα μπροστά, δίνοντας τα πάντα για να την κάνει καλύτερη.
Το προφίλ του δημιουργικά και εκτελεστικά ίσως περιοριστεί, ίσως γίνει πιο συντηρητικό, αλλά στο σωστό πλαίσιο που έχει φανταστεί ο Ολλανδός κόουτς μπορεί να κάνει τον ρυθμό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να χτυπήσει ακριβώς πάνω στον δικό του μετρονόμο, με βάση τα δικά του περίπλοκα και μοναδικά χαρακτηριστικά.