Ο Βασίλης Βλαχόπουλος γράφει για την πρόθεση ενίσχυσης του ελληνικού στοιχείου που εκφράστηκε από τον Άρη και στέκεται στη μοναδική επιλογή του, τη συνειδητή απόφαση δημιουργίας παικτών.

Αυτή η αναζήτηση απαιτεί τη χρήση φίλτρων. Πρώτο: Πόσοι από τους εν δυνάμει διεθνείς Έλληνες ποδοσφαιριστές είναι διαθέσιμοι στην αγορά; Δεύτερο: Πόσοι εξ’ αυτών που αγωνίζονται στο εξωτερικό εμφανίζονται διατεθειμένοι να αφήσουν την ηρεμία τους για την εγχώρια τοξικότητα; Τρίτο: Σε τι επίπεδο οικονομικής θυσίας είναι διατεθειμένος να προχωρήσει ο Άρης για να προσεγγίσει όσους απέμειναν ή ακόμη, τα αξίζουν με ό,τι έχουν παρουσιάσει; Συζητούσα πρόσφατα την πρόθεση ενίσχυσης του ελληνικού στοιχείου η οποία εκφράστηκε (δις) από τον Ρόμπερτ Παλίκουτσα. Ο Κροάτης τεχνικός διευθυντής δεν ανακάλυψε δα την Αμερική αλλά κατέθεσε μια ευνόητη διαπίστωση, ένα πρόβλημα το οποίο κοστίζει στον Άρη τόσο στο χορτάρι όσο και στις εντυπώσεις. Τα ερώτημα είναι, πώς μπορεί να το διαχειριστεί και μέχρι ποιο σημείο είναι αποφασισμένος να φτάσει;

Κακά τα ψέματα, δεν μπορεί να προσεγγίσει εν δυνάμει διεθνείς Έλληνες παίκτες γιατί οι περισσότεροι εξ’ αυτών έχουν ξεπεράσει το επίπεδο των ελληνικών ομάδων σε σημείο να μην αντιμετωπίζουν την όποια πρόσκληση ως επιλογή καριέρας. Αν ξεμείνουν, ίσως να τη σκεφτούν. Ακόμη όμως κι αν υπάρχουν οι… τελευταίοι των Μοϊκανών, ο Άρης δεν διαθέτει το πορτοφόλι για να τους γοητεύσει γιατί το ψωμί της ξενιτιάς (δικαίως) εξελίχθηκε σε όνειρο ζωής για τον Έλληνα ποδοσφαιριστή αλλά και τον ασφαλέστερο τρόπο απόδρασης από το ελληνικό (τοξικό) περιβάλλον.

Γράφτηκε σήμερα ότι η Ρέιντζερς προσφέρει 8 εκατ. ευρώ για τον Τάσο Δουβίκα και θυμήθηκα ότι ο πρώην επιθετικός του Βόλου είχε ορθώσει την επιβλητική κορμοστασιά του όταν με το ζόρι προσπάθησαν να τον στείλουν σε άλλη ελληνική ομάδα. Σαν είπε «όχι» στύλωσε τα πόδια του, πήγε στην Ουτρέχτη και καλά έκανε.

Στην πραγματικότητα, ο Άρης δεν μπορεί να προσεγγίσει όχι μόνο τους εν δυνάμει Έλληνες διεθνείς ποδοσφαιριστές αλλά κι αυτούς που έχουν κάνει μία-δύο καλές χρονιές στο εξωτερικό και οι οποίοι δικαίως ονειρεύονται μεγαλεία. Να με συμπαθάτε, δεν θα γράψω όνομα, χθες τσέκαρα σχετική περίπτωση Έλληνα μέσου (όχι του Ανδρέα Σάμαρη) ο οποίος περιμένει την κεφαλαιοποίηση της εξαιρετικής χρονιάς που έκανε, σε μικρομεσαίο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, μ’ ένα καλύτερο συμβόλαιο σε μια ανώτερη (ποδοσφαιρικά) χώρα. Η Ελλάδα δεν είναι στο πλάνο. Η διαπίστωση από τη σχετική έρευνα είναι ότι ο Άρης είναι αδύνατο να δελεάσει παίκτες των δύο κορυφαίων βαθμίδων και υποχρεωτικά θα πρέπει να επικεντρώσει το βλέμμα του στην αντίστοιχη τρίτη.

Σε αυτή βρίσκονται οι ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στο ελληνικό Πρωτάθλημα, οι υποτιμημένοι δηλαδή, αυτοί που δεν κάνουν κλικ στα φαντασμένα μυαλά των οπαδών και τους έχουν αδικήσει στις κρίσεις τους. Βρίσκονται επίσης εκπρόσωποι της ομογένειας στην οποία οι «κίτρινοι» έχουν ρίξει δίχτυα αλλά όσο δύσκολη είναι η περίπτωση του (εξ’ Αυστραλίας) Νεκτάριου Τριάντη άλλο τόσο είναι και η αντίστοιχη του 17χρονου Νίκου Τσακίρη ο οποίος αγωνίζεται στο MLS με χρηματιστηριακή αξία άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Είναι και το άλλο. Γιατί ένας νεαρός ομογενής ποδοσφαιριστής να φύγει από την Αυστραλία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες για να έρθει στην Ελλάδα; Αυτή η επιλογή δεν είναι τόσο δημοφιλής, όσο ήταν τη δεκαετία του ’90.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο Άρης είναι ενώπιος δύο επιλογών. Για την πρώτη ήδη έγιναν προγραμματικές δηλώσεις και προβλέπουν την (πραγματική) οργάνωση των ακαδημιών με την παράλληλη σύναψη σχέσεων συνεργασίας με ακαδημίες μικρότερων ομάδων ούτως ώστε (επιτέλους) να διεκδικήσει το μερίδιο που του αναλογεί σ’ αυτόν τον τομέα. Επειδή όμως αυτό το σχέδιο απαιτεί χρόνο και οι πρώτοι καρποί, εφόσον γίνει σωστή δουλειά, θα εμφανιστούν μετά από τουλάχιστον μια πενταετία, παράλληλα θα πρέπει να ρίξει μια ματιά στους παίκτες που διακρίθηκαν στο ελληνικό Πρωτάθλημα επιδιώκοντας την εξέλιξή τους. Δόξα τω Θεώ υπάρχουν παιδιά που μπορούν να προσφέρουν περισσότερα από τον Λερίν Ντουάρτε, τον Πάπε Σέικ Ντιόπ, τον Ζερβίνιο, τον Χαΐροβιτς και τόσους άλλους στους οποίους ο Άρης επένδυσε και εισέπραξε το απόλυτο μηδέν. Υπάρχουν Έλληνες οι οποίοι μπορούν να ανταποκριθούν (αρχικά) σε υποστηρικτικούς ρόλους και στην πορεία θα διαπιστωθεί αν έχουν την προσωπικότητα και την ικανότητα εξέλιξης. Αν όμως δεν δοκιμαστούν, δεν θα το μάθουμε ποτέ…

gazzeta.gr