Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για το μήνυμα που στέλνει η ελληνική κοινωνία προς αυτούς που διοικούν και εκμεταλλεύονται το ελληνικό ποδόσφαιρο μέσα από τις αρνήσεις δημάρχων και αστυνομικών διευθυντών για την διεξαγωγή του τελικού του Novibet Κυπέλλου Ελλάδας.

Τούτη τη φορά ο πρόεδρος της ΕΠΟ ήταν διαφωτιστικός. Ήταν η πρώτη φορά που μας ξεκαθάρισε την επικρατούσα κατάσταση σχετικά με την παρωδία τελικό του Novibet Κυπέλλου Ελλάδας. Τι μας είπε; Ότι οι δύο ομάδες, δηλαδή οι διοικήσεις, θέλουν τελικό με κόσμο. Και αυτός, ο κόσμος είναι ο λόγος που η μία πίσω από την άλλη όλες οι πόλεις που διαθέτουν γήπεδο που θα μπορούσε να γίνει η έδρα απαντούν αρνητικά στην ιδέα διεξαγωγής του τελικού στον τόπο τους.

Με πολύ απλά λόγια, κανείς δεν θέλει φασαρία στη γειτονιά του, δεν θέλει να δει σπασμένα μαγαζιά, αυτοκίνητα, σπίτια και να ζήσει σκηνές με ανοιγμένα κεφάλια και ξεκοιλιασμένους κάφρους. Διότι όλοι υποθέτουν ότι θα δουν κάφρους στον τόπο τους. Διότι όλοι είναι βέβαιοι ότι οι ομάδες θα διαθέσουν εισιτήρια και σε κάφρους – αν όχι μόνο σε κάφρους.

Και τι μας είπε ο πρόεδρος της ΕΠΟ; “Θα κάνουμε τελικό με ονομαστικές προσκλήσεις”. Διότι ελπίζει ότι έτσι είναι πιθανό να βρει μια πόλη που θα το αντέξει και θα συμφωνήσει στην διεξαγωγή του τελικού.

Όσοι καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει στο ποδόσφαιρο, ζούμε στο ποδόσφαιρο και δεν το παρακολουθούμε μέσα από την γυάλα του γραφείου, ή τη συνοδεία των μπράβων που μας ανοίγουν τον δρόμο και μας προστατεύουν, γνωρίζουμε ότι ούτε οι “ονομαστικές προσκλήσεις” αποκλείουν τον κίνδυνο επεισοδίων βίας. Αφενός επειδή έχουμε ζήσει επεισόδια ακόμη και σε αγώνες που έγιναν με κλειστές πόρτες ή μόνο με μικρό αριθμό προσκεκλημένων – δηλαδή τους έχουμε δει τους προσκεκλημένους των ομάδων. Και αφετέρου επειδή όλοι πιστεύουμε ότι σε οποιαδήποτε πόλη – έδρα διεξαγωγής του τελικού θα μαζευτούν κάφροι για να τις παίξουν – ακόμη και αν ξέρουν ότι δεν υπάρχουν εισιτήρια. Θα πάνε να παίξουν ξύλο, κι ύστερα θα δοκιμάσουν και ένα ντου μπας και καταφέρουν να μπουκάρουν στο γήπεδο. Αυτοί είμαστε.

Η μόνη ρεαλιστική προοπτική για ειρηνική διεξαγωγή είναι αυτή του διπλού τελικού. Κι ας κανόνιζαν και μια φιέστα για την επόμενη ημέρα – αν τυχόν και κατακτούσε το τρόπαιο η φιλοξενούμενη ομάδα στον δεύτερο τελικό. Δεν είναι, άλλωστε, η φιέστα το πρόβλημα – το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί ΠΟΥΘΕΝΑ μονός τελικός με εγγύηση ότι δεν θα αποτελέσει δυσφήμηση για το ποδόσφαιρο και ότι δεν θα γεννήσει βία.

Ζούμε σε μια εποχή που τα επεισόδια οπαδικής βίας είναι καθημερινά και συμβαίνουν σε κάθε διαφορετικό σημείο της χώρας – χωρίς την αφορμή ενός αγώνα. Σε αυτή τη χώρα, αυτή τη στιγμή, τελικός δεν μπορεί να γίνει πουθενά. Ή πιο σωστά δεν υπάρχει νοήμων υπεύθυνος, δήμαρχος ή αστυνομικός διευθυντής, με διάθεση να αναλάβει τέτοια ευθύνη.

Κάποτε θα έπρεπε να μπει ένα τέλος σε αυτό τον εξευτελισμό του τελικού του κυπέλλου. Δεν το γράφει η προκήρυξη του κυπέλλου ότι μπορεί να γίνει διπλός τελικός; Γιατί, μήπως έγραφε η προκήρυξη ότι μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε γήπεδο της χώρας επειδή δεν το θέλει καμία πόλη στο γήπεδό της;

Το ποδόσφαιρο, δηλαδή ο κόσμος που το διοικεί και το εκμεταλλεύεται, ζούσε χρόνια τώρα με την αίσθηση ότι η κοινωνία θα το ανέχεται για πάντα. Επιτέλους έφτασε η στιγμή που η κοινωνία βρίσκει έναν τρόπο για να του δείξει του ποδοσφαίρου ότι δεν το αντέχει άλλο. Κατά τύχη, λόγω εκλογών, οι τοπικοί άρχοντες, είτε είναι δήμαρχοι είτε είναι αστυνομικοί διευθυντές, αναγκάζονται να αρνηθούν διότι δεν θέλουν να πάρουν το ρίσκο της διατάραξης της ησυχίας της πόλης τους. Καιρός ήταν.



gazzeta.gr