Οι φίλοι της Μοντεκατίνι ήρθαν για μένα και φυσικά για τον Άρη. Αντιπαλότητες υπάρχουν παντού. Ξέρεις αυτό το «una faccia una racca» που λέμε για τους Έλληνες και τους Ιταλούς ισχύει σε μεγάλο βαθμό γιατί έχουμε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι αλήθεια, αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Έρχομαι στην Ελλάδα τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, οπότε, μπορώ να περηφανευτώ ότι γνωρίζω την ελληνική κουλτούρα. Ως λαός, ο Έλληνας θα ζήσει ευτυχισμένος και με τα λίγα. Ξέρει να ζει. Θα φροντίσει να μην χαλάσει τον εαυτό του, ίσα- ίσα που θα διασκεδάσει μ’ αυτό που έχει. Αντιθέτως, ο Ιταλός ποτέ δεν νιώθει ικανοποιημένος. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι ένας λαός δεν πρέπει πάντα να απαιτεί το καλύτερο. Πρέπει να απαιτεί ανώτερο βιοτικό επίπεδο, καλύτερους μισθούς, υποδομές σε παιδεία και υγεία και λογικές τιμές προϊόντων. Οι Έλληνες όμως θα απολαύσουν τη ζωή μ’ αυτά που έχουν. Προσωπικά ζηλεύω αυτή τη νοοτροπία, θα έλεγα επίσης ότι έχω υιοθετήσει ένα μέρος αυτής.

«Προτιμώ τα σουτζουκάκια στον Άγιο Μάμμα Χαλκιδικής από τη Μύκονο»

Με ρώτησε ένας φίλος γιατί προτιμώ τη Χαλκιδική και τον Άγιο Μάμμα όταν έρχομαι στην Ελλάδα και του απάντησα ότι ‘γιατί αυτό είναι η Ελλάδα’. Ελλάδα δεν είναι η Μύκονος και τα κοσμοπολίτικα νησιά στα οποία πλέον δεν μπορεί να πάει το συντριπτικό μέρος του πληθυσμού λόγω της ακρίβειας. Ελλάδα είναι μια ομπρέλα δίπλα στη θάλασσα, μια καλή παρέα, ανθρώπινες στιγμές, παρέες. Όταν ο γιος μου τελείωσε το σχολείο ήθελε να πάει με την παρέα του στη Μύκονο και του το εξήγησα. Αν θέλεις να γνωρίσεις την ελληνική κουλτούρα και να καταλάβεις τι είναι πραγματικά η Ελλάδα, είναι προτιμότερο να πας σε άλλα μέρη. Εκεί που θα συναντήσεις ανθρώπους οι οποίοι θα σου παρέχουν φιλοξενία, αγάπη, συντροφιά και ζεστασιά καρδιάς. Να γνωρίζεις ανθρώπους του μόχθου, να γελάσεις και να τους νιώσεις. Να φας σουτζουκάκια, χτυπητή, μπουγιουρντί, τζατζίκι που παρεμπιπτόντως λατρεύω.

«Είναι μεγάλη τιμή για μένα αυτό που εισπράττω από τους φίλους του Άρη»

Το περασμένο καλοκαίρι έκλεισα τα 60. Πέρασαν 27 χρόνια από τότε που ήμουν στον Άρη αλλά με αναγνωρίζουν στον δρόμο πιτσιρικάδες οι οποίοι είναι αδύνατο να με είδαν να παίζω. Είδες τι κάνει το internet; Στη Μοντεκατίνι θεωρούμαι θρύλος. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Μάλλον είναι κάτι που οφείλει να πει ο πατέρας στον γιο του. Κάτι που γίνεται από στόμα σε στόμα με σκοπό τη διατήρησης της αίγλης ενός παίκτη. Αυτό που συνεχίζω να αντλώ από τους φίλους του Άρη αποτελεί μέγιστη τιμή για μένα. Σέβονται το όνομά μου. Πόσες φορές σου είπα ότι ο Άρης μου άλλαξε τη ζωή; Πρόσθεσε μια ακόμη. Όταν ήρθα στον Άρη προερχόμουν από ένα περιβάλλον επαγγελματικής συνέπειας. Στην Ιταλία δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάρεις τα χρήματα που προέβλεπε το συμβόλαιό σου. Η Ελλάδα πάντα έχει σχετικά ζητήματα. Και στον Άρη εκείνης της εποχής είχαμε κάποια θέματα προς τα τέλη της πρώτης χρονιάς αλλά εισέπραξα το σύνολο των χρημάτων που προβλέπονταν από το συμβόλαιό μου. Μετά έφυγε ο Ζαφείρης Σαμολαδάς και η δεύτερη χρονιά ήταν προβληματική για όλους. Επαναλαμβάνω ότι μιλάμε για το 1996. Τότε δεν υπήρχε ο παγκόσμιος ιστός και η συλλογή πληροφοριών δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μοιραία η οικονομική δυσκολία επηρέασε την καθημερινότητα της ομάδας, προσωπικά όμως, δεν μετάνιωσα για καμία από τις αποφάσεις μου. Ο Άρης μου άλλαξε τη ζωή. Μου έδωσε τη δυνατότητα να αγωνιστώ σ’ ένα τεράστιο κλαμπ και κυρίως να νιώσω αυτό το μοναδικό συναίσθημα στο Παλέ. Ξέρεις, καμιά φορά συζητάω με παίκτες και τους λέω ‘Στο Παλέ έχεις παίξει; Αν όχι, δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει εκρηκτική ατμόσφαιρα’.

«Καλά είστε τρελοί; Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω πριν πάρω το Κύπελλο»

Για να επιστρέψω σ΄’ εκείνη την εποχή, πριν το φάιναλ φορ του Κυπέλλου Ελλάδας (1998) ήταν ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα πληρωμής μου. Είχα δύο προτάσεις από Ισπανία και Γαλλία και μια μεγάλη προσφορά από τη Ρόμα. Μίλησα με το κλάμπ, τους είπα ότι δεν ήθελα τα χρήματα, απλά την ελευθέρας μου. Θυμίζω ότι Ορτίθ και Σοκ ήδη είχαν φύγει. Μετά, οπαδοί της ομάδας ήρθαν στο σπίτι μου και μου ζήτησαν να παίξω στο φάιναλ φορ του Κυπέλλου. Τους απάντησα ‘είστε τρελοί; Είναι δυνατόν να μην παίξω και να χάσω την ευκαιρία διεκδίκησης ενός τίτλου; Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω πριν πάρω το Κύπελλο’. Νομίζω ότι αυτό που συνέβη τότε ήταν μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Πριν το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό ήμασταν στα αποδυτήρια και δώσαμε όρκο. Για τη φανέλα, την ιστορία, τον κόσμο και τις οικογένειές μας. Δεν ήταν μόνο ότι νικήσαμε μια σπουδαία ομάδα σαν τον Παναθηναϊκό αλλά ο τρόπος. Εξαιρετικά εύκολα. Έμοιαζε απίστευτο συγκρίνοντας καταστάσεις. Μετά είχαμε την ΑΕΚ του Ιωαννίδη και του Κολντεμπέλα. Προφανώς έπαιξε σπουδαίο ρόλο ότι η διοργάνωση έγινε στην έδρα μας. Ποιος δεν ξέρει για το Παλέ… Η σκέψη μας ήταν ότι ‘ζωντανοί ή νεκροί θα πάρουμε αυτό το Κύπελλο’. Τα μάτια μας είχαν γεμίσει αίμα. Όταν νικήσαμε στον τελικό ήρθε αυτός ο σπουδαίος προπονητής, ο Γιάννης Ιωαννίδης και μου είπε ‘μακάρι να είχα την ευκαιρία να σε κοουτσάρω’.

«Πριν κοιμηθώ επαναφέρω στο μυαλό μου εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο»

Η ζωή είναι γεμάτη στιγμές και τελικώς αυτές μένουν. Πολλές φορές, πριν κοιμηθείς επαναφέρεις στο μυαλό σου εικόνες που έχουν στιγματίσει τη ζωή σου. Ξέρεις είναι οι εικόνες που πολλές φορές καθορίζουν και τα όνειρά σου. Μια εικόνα που συνηθίζω να βλέπω και να ξαναβλέπω είναι όταν γυρίσαμε από την Προύσα το 1997. Οι οπαδοί του Άρη είχαν μπει στον αεροδιάδρομο και κυριολεκτικά σταμάτησαν το αεροπλάνο. Βγαίνοντας από αυτό άρχισαν να φωνάζουν το όνομά μου. Σε όλη την καριέρα μου, δε νομίζω ότι υπάρχει πιο συναισθηματική στιγμή. Για να είμαι ειλικρινής είναι από τις κορυφαίες της ζωής μου. Θυμάμαι επίσης και την εικόνα μέσα από το πούλμαν καθώς πλησιάζαμε στον Λευκό Πύργο. Αυτός είχε ντυθεί από μια πελώρια ελληνική σημαία αλλά και από το σήμα του Άρη. Γιατί εκείνος ο τελικός δεν ήταν απλός, έμμεσα, ήταν και μια μάχη Ελλάδας- Τουρκίας. Γι’ αυτό ήμασταν καταδικασμένοι να τον κατακτήσουμε. Πώς λοιπόν να ξεχάσω αυτές τις στιγμές; Δεν γίνεται…».



gazzeta.gr